Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Σαν σήμερα, 28 Οκτωβρίου 1940

Έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου

Στην Κηφισιά, σ’ ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η όψη της, παλαιική, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο· τίποτ’ άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη, βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι. Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα, ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες. Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσα ανακοίνωση. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθιά γαλήνη της νύχτας, μακριά κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Μεταξά, δεν είχε ξεχωρίσει στο σκοτάδι τα χρώματα της σημαίας του αυτοκινήτου. Είχε κι αυτή λουρίδες κάθετες, λοιπόν τη νόμισε γαλλική. Είπε στον πρωθυπουργό πως τον ζητάει ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο της ώρας, πέρασε πάνω στο βαμπακερό νυχτικό του ένα βεστόνι σκούρο, κατέβηκε στον κήπο και πήγε να κοιτάξει από την πλαϊνή πόρτα, της οδού Κεφαλληνίας. Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε. Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.

Ο Γκράτσι, όταν ήτανε να ξεκινήσουν από την Αθήνα, για να μην προκαλέσει την προσοχή έστω και σε ώρα τόσο προχωρημένη, είχε σκεφτεί να μην πάρουν το μεγάλο, πρεσβευτικό αυτοκίνητο. Είχε διαλέξει το λιγότερο θεαματικό του Στρατιωτικού Ακολούθου. Οδηγούσε ο ίδιος ο Ακόλουθος, με πλάι του το διερμηνέα της Πρεσβείας, τον Ντεσάντο, έναν Αλβανό από χρόνια εγκατεστημένο στην Αθήνα, χρήσιμο για τη συνεννόηση με το σκοπό. Ο Μεταξάς έδωσε το χέρι του στον Γκράτσι και είπε στο χωροφύλακα ν’ αφήσει ελεύθερη τη διάβαση. Ο Στρατιωτικός Ακόλουθος με το διερμηνέα έμειναν στο δρόμο, ο πρωθυπουργός με τον πρεσβευτή πέρασαν την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκαν στο σπίτι. Μπήκανε σ’ ένα σαλονάκι με πολύ απλή επίπλωση, στο πρώτο πάτωμα, κάθισαν. Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι δήλωνε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο.
Ο Ιωάννης Μεταξάς άρχισε να διαβάζει.
(…)
Το κείμενο ήταν μακρύ. Αναμασούσε τις γνωστές, ασύστατες αιτιάσεις: Ελληνικές παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, συνεργασία μαζί του, εχθρικές πράξεις κατά της Ιταλίας, καταπιέσεις των Αλβανών της Τσαμουριάς, ό,τι μπόρεσε να στρατολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου. Απαιτούσε να μπούνε στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά σημεία, για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της. Αν συναντήσουν αντίσταση, η αντίδραση αυτή “θα καμφθεί διά όπλων”.
Ο Γκράτσι στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια μ’ έντονο -αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν υγρά. Αυτό -εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν ήτανε συγκινημένος. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική κι επίσημη. Το βάρος της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν του Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του. Είναι ολοφάνερο πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθιά φωνή της εθνικής ψυχής. Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα, είπε:

-Alors, c’ est la guerre. Ώστε, λοιπόν, πόλεμος.
Ταραγμένος ο Γκράτσι, προσπάθησε να μετριάσει την εντύπωση, να εξηγήσει. Ισχυρίστηκε πως αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο: Η ιταλική  κυβέρνηση, απεναντίας, είχε την ελπίδα πως η ελληνική κυβέρνηση θ’ αποδεχόταν αυτά που της ζητούσε η διακοίνωση, θ’ άφηνε να μπουν τα ιταλικά στρατεύματα. Η κίνηση τους θ’ άρχιζε στις 6 το πρωί.
-Αυτό δεν μπορεί να γίνει, είπε ο Μεταξάς. Και πώς φανταζόσαστε, ακόμα κι αν υποτεθεί πως θα είχα την πρόθεση να συγκατατεθώ, πράγμα που αποκλείεται, ότι θα προλάβαινα μέσα σε τρεις ώρες να ξυπνήσω τον βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργό των Στρατιωτικών, τον Αρχηγό του Επιτελείου, να βάλω σε κίνηση όλες τις τηλεγραφικές υπηρεσίες του Στρατού, να δώσω στα τμήματα των συνόρων τις αναγκαίες οδηγίες;
Το υποκριτικό και βάναυσο αδιέξοδο, που ήταν κι ο αντικειμενικός σκοπός του τελεσιγράφου, υπογραμμιζόταν από τον Έλληνα πρωθυπουργό για να γίνει κατάφωρη η κακοπιστία εκείνων που το συνέταξαν. Ο Γκράτσι, εκτεθειμένος άσχημα, δοκίμασε να παρατηρήσει πως το πράγμα δεν τους φαινόταν και τόσο αδύνατο, ζήτησε να υποδείξει τρόπους, μέτρα.
-Και ποια είναι αυτά τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνηση σας; ρώτησε ο Μεταξάς
-Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, Εξοχότατε. Δεν μ’ έχουν πληροφορήσει σχετικώς.
-Ώστε βλέπετε πως πρόκειται για πόλεμο. Η ευθύνη θα βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. Ήξερες κάλλιστα πως το μόνο που επιθυμούσε η Ελλάς ήτανε να παραμείνει ουδετέρα. Ήξερε όμως και πως είμασταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουμε απέναντι σ’ οποιονδήποτε το εθνικό μας έδαφος.

Ο Γκράτσι σηκώθηκε.
-Διατηρώ την ελπίδα, είπε, πως θα λάβετε υπ’ όψη σας τη διαβεβαίωση της διακοινώσεως ότι η ιταλική κυβέρνησις δεν επιβουλεύεται τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Θα περιμένω την απάντησή σας, ως τις έξη, στην πρεσβεία.
Ο Μεταξάς δεν αποκρίθηκε. Με αξιοπρέπεια, άφησε τον πρεσβευτή να καταλάβει πως η συνομιλία είχε τελειώσει. Μόνο στην πόρτα του κήπου, κάτω, στο κατώφλι που είχανε δρασκελίσει μπαίνοντας ένα τέταρτο της ώρας πριν, είπε με βαρειά φωνή:
-Vous etes le plus forts. Έχετε τη δύναμη με το μέρος σας.
Τότε ο Γκράτσι ένιωσε ντροπιασμένος. Η ανανδρία που του είχαν αναθέσει να εκφράσει, του ανέβηκε μονομιάς στο πρόσωπο. Ο ηλικιωμένος αυτός άνθρωπος που στεκόταν εκεί μπροστά του και το έθνος του, είχανε προτιμήσει, την υπέρτατη ταύτη στιγμή, την οδό της θυσίας παρά την ατίμωση. Μ’ ευλάβεια υποκλίθηκε μπροστά στον Έλληνα πρωθυπουργό κι’ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο.
Ήταν η ώρα τρεις και τέταρτο. Κανονικά, σε δυόμιση ώρες περίπου έπρεπε ν’ αρχίσει η εισβολή. Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν είχε καιρό να χάνει. Ανέβηκε γρήγορα στο σπίτι του, πήρε το τηλέφωνο, ξύπνησε το Βασιλέα. Τον κατετόπισε σε ό,τι είχε συμβεί. Ύστερα ειδοποίησε τον Άγγλο πρέσβη. Ο Πάλλερετ απάντησε πως ανεβαίνει αμέσως στην Κηφισιά. Στο μεταξύ, ο Μεταξάς ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγο Παπάγο, τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού ναύαρχο Σακελλαρίου. Συνεκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο στο υπουργείο των Εξωτερικών. Στις τέσσερις παρά τέταρτο επεκοινώνησε τηλεφωνικώς με τους Έλληνες πρέσβεις στην Άγκυρα και το Βελιγράδι. Ο Άγγλος πρεσβευτής έφτασε στην Κηφισιά στις τέσσερις η ώρα. Ο Μεταξάς, του ανεκοίνωσε τα σχετικά με την επίδοση του τελεσιγράφου και ζήτησε την ενίσχυση της Αγγλίας στον άνισο αυτόν αγώνα που άρχιζε. Ο Πάλλερετ τον διαβεβαίωσε πως η Αγγλία θα τηρήσει την εγγύηση που είχε δώσει την άνοιξη του 1939 κι’ ότι θα ειδοποιήσει την κυβέρνησή του. Αμέσως ύστερα ο Μεταξάς κατέβηκε στην Αθήνα. Στις τεσσερεσήμιση έφτασαν στο υπουργείο των Εξωτερικών ο Γεώργιος Β’ με τον διάδοχο Παύλο. Μια ώρα αργότερα, άρχιζε η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.


Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου