Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012


Σαν σήμερα, 29 Σεπτεμβρίου 1941

Η σφαγή του Μπάμπι Γιαρ


Το σπουδαιότερο περιστατικό ομαδικής εκτέλεσης των Εβραίων της Σοβιετικής Ένωσης έλαβε χώρα μεταξύ 29 και 30 Σεπτεμβρίου 1941, σ’ ένα μεγάλο φαράγγι στα δυτικά προάστια του Κιέβου, γνωστό ως Μπάμπι-Γιαρ. Ο γερμανικός στρατός κατοχής, μαζί με μονάδες των SS και της αστυνομίας άρχισαν να σχεδιάζουν μέτρα κατά των Εβραίων της περιοχής αμέσως μετά την κατάληψη της ουκρανικής πρωτεύουσας, στις 19 του μήνα.
Πέντε μέρες αργότερα, μια φωτιά που ξέσπασε από νάρκες που είχαν τοποθετήσει στο κέντρο της πόλης οι Σοβιετικοί καθώς υποχωρούσαν, η οποία κατέστρεψε μια έκταση ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, αποτέλεσε την αφορμή για την εξόντωση ολόκληρου του εβραϊκού πληθυσμού.
Την Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου, η νεοσυσταθείσα ουκρανική αστυνομία εξέδωσε 2,000 αντίγραφα μιας διαταγής στα ρώσικα, τα ουκρανικά και τα γερμανικά, η οποία ανέθετε στους Εβραίους της περιοχής του Κιέβου να συγκεντρωθούν το επόμενο πρωί σ’ ένα σταυροδρόμι κοντά στο εβραϊκό και το ορθόδοξο νεκροταφείο, φέροντας μαζί τους «έγγραφα, χρήματα και ρούχα». Το ρωσικό κείμενο τόνιζε ότι όσοι δεν υπάκουαν στην εντολή θα εκτελούνταν. Χιλιάδες Εβραίοι, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους περίμεναν να απελαθούν, εμφανίστηκαν στο σημείο, το οποίο βρισκόταν κοντά στο σταθμό των τραίνων. Ωστόσο, αντί γι’ αυτό που περίμεναν, οδηγήθηκαν στο φαράγγι και εκτελέστηκαν απ’ την Sonderkommando, μια μονάδα που ανήκε στην Einsatzgruppe της Υπηρεσίας Ασφαλείας.  Επίσης, στην επιχείρηση ήταν παρούσες και εφεδρικές μονάδες της γερμανικής αστυνομίας, όπως επίσης και Ουκρανοί ομόλογοι τους. Σύμφωνά με σύγχρονες μελέτες, ο αριθμός των εκτελεσμένων έφτασε τις 33.771.
Μετά τον πόλεμο, το Κ.Κ.Σ.Ε., απαγόρευσε τις σοβαρές μελέτες σχετικά με το συμβάν, κάνοντας αναφορά στις τελετές μνήμης «στους πολίτες του Κιέβου» που σκοτώθηκαν από τους Ναζί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Ούτε στη Δύση, το γεγονός ήταν ιδιαίτερα γνωστό, ούτε ερευνήθηκε περισσότερο. Νέο ενδιαφέρον για την υπόθεση προέκυψε μετά το 1991, όταν άνοιξαν τα σοβιετικά αρχεία που παρείχαν σχετικές πληροφορίες. Στη Γερμανία υπήρξαν ταραχώδεις συζητήσεις σχετικά με την συνευθύνη της Βέρμαχτ τόσο σ’ αυτή τη σφαγή, όσο και γενικότερα στο Ολοκαύτωμα.


Brandon Ray and Lower Wendy (eds.), The Shoah in Ukraine: History, Testimony, Memorialization, Indiana University Press 2008.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Σαν σήμερα, 2 Σεπτεμβρίου 1944

Η σφαγή του Χορτιάτη

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ξημερώνει για τον Χορτιάτη ένα συνηθισμένο Σάββατο. Οι κάτοικοί του ξυπνούν ξεκινώντας τις δουλειές της καθημερινότητάς τους. Πολλοί φεύγουν έξω από το χωριό για τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες.  
Τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή που έμελλε να ακολουθήσει, αν και οι γερμανικές δυνάμεις είχαν τελευταία σκληρύνει τη στάση τους μπροστά και στη διαφαινόμενη κατάρρευσή τους. 
Όπως κάθε Σάββατο, ένα φορτηγάκι της υπηρεσίας ύδρευσης Θεσσαλονίκης με δύο υπαλλήλους, συνοδευόμενο, ως συνήθως, από ένα στρατιωτικό όχημα της γερμανικής φρουράς, στο οποίο επέβαιναν ένας γιατρός, ένας αξιωματικός και ένας υπαξιωματικός, ξεκινάει από την πόλη με προορισμό τις πηγές της Αγίας Παρασκευής στο Χορτιάτη για την απολύμανση με χλώριο του νερού, από το οποίο υδροδοτούταν μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης.

Την ίδια ώρα μια ομάδα ανταρτών από το λόχο του καπετάν Φλουριά (Αντ, Καζάκου) υπό τον Βάιο Ρικούδη έχει κατέβει από το βουνό, το οποίο αποτελεί καταφύγιο τους, και βρίσκεται κρυμμένη στην περιοχή Καμάρα, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο. 
Γύρω στις 8:30 το πρωί το προπορευόμενο όχημα της εταιρείας ύδρευσης, κινούμενο στο δημόσιο δρόμο του Χορτιάτη, πλησιάζει στο σημείο όπου παραφυλάει η αντάρτικη ομάδα. Το όχημα δεν σταματά στο σήμα των ανταρτών, οι οποίοι ανοίγουν πυρ εναντίον του. Από τους πυροβολισμούς σκοτώνεται ο υπάλληλος του δήμου Σιδερίδης και τραυματίζεται ο συνάδελφός του. Σε κοντινή απόσταση ακολουθεί το γερμανικό στρατιωτικό όχημα, που δέχεται και αυτό πυρά. Σκοτώνεται ένας λοχίας, που δέχεται σφαίρα στο κεφάλι, και τραυματίζεται ένας υπολοχαγός. Ο γιατρός οδηγός του οχήματος, αν και αιφνιδιασμένος, καταφέρνει να ξεφύγει και κατευθύνεται στο Ασβεστοχώρι, όπου στρατοπέδευαν γερμανικές δυνάμεις, απ’ όπου και ενημερώνονται για το συμβάν τα ηγετικά κλιμάκια στο Αρσακλί (Πανόραμα) και τη Θεσσαλονίκη. 
Η αντάρτικη ομάδα μετά το επεισόδιο αποσύρεται στο βουνό και στην περιοχή Λιβάδι, όπου βρίσκεται ο υπόλοιπος λόχος.

Στο μεταξύ, στο χωριό, στο οποίο έχει φθάσει ο αχός των πυροβολισμών, επικρατεί ανησυχία και αναταραχή υπό το φόβο αντιποίνων. Ο κόσμος βρίσκεται σε σύγχυση μην ξέροντας τι πρόκειται να επακολουθήσει και το τι πρέπει να κάνει. Οι περισσότεροι τελικά αποφασίζουν να φύγουν προς το βουνό, ώστε να κρυφτούν, αλλά αρκετές δεκάδες άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα και μεγαλύτεροι σε ηλικία, παραμένουν. Μαζί και ο πρόεδρος Χρήστος Μπατάτσιος, που εκτιμά ότι μετά από τις εξηγήσεις που θα έδινε δεν θα υπήρχαν επιπτώσεις για το χωριό, στηριζόμενος στην πεποίθησή του πως θα βοηθούσε η καλή σχέση που είχε οικοδομήσει με τον γερμανό διοικητή, τον οποίο συστηματικά προμήθευε με καυσόξυλα, ζωντανά κλπ.

Το απομεσήμερο το χωριό σκεπάζει μια βαριά συννεφιά. Από το Ασβεστοχώρι ανηφορίζει προς το Χορτιάτη μια γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από 32 οχήματα, τα οποία μεταφέρουν στρατιώτες της εκεί φρουράς και ταγμάτων από τη Θεσσαλονίκη αλλά και ταγματασφαλίτες. Σκοπός τους τα αντίποινα για την αντάρτικη πράξη και το θάνατο του γερμανού λοχία. Επικεφαλής έχει τεθεί ο γνωστός για την βιαιότητά του και τις μαζικές εκτελέσεις που έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές της χώρας λοχίας Σούμπερτ.  Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές, ενώ  οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν με σφιγμένη την καρδιά -μια συνέχεια που μάλλον δεν μπορούσαν να φανταστούν. 
Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού, οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δύο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια, λεηλατούν ό,τι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το οποίο φορτώνουν στα οχήματά τους. Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία και το εξοχικό κέντρο «Κήπος» του Χρ. Μπατάτσιου, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια. Την ίδια ώρα ταγματασφαλίτες που έχουν ακροβολιστεί πέριξ του χωριού παριστάνοντας τους αντάρτες είτε καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους, δίνοντας τους διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους, είτε πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό. 
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι (στην συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά) έχουν μαζευτεί, υπό τις γερμανικές απειλές, στα δύο σημεία συγκέντρωσης. 
Οι Γερμανοί δε δείχνουν καμία διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και φαίνονται αποφασισμένοι για την αποτρόπαιη συνέχεια. Ο ιερέας του χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες άτομα, σπεύσει να μεσολαβήσει, όμως επί ματαίω. Λίγο αργότερα ο μακεδονομάχος παπάς αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται. Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη.

Το χωριό καίγεται και οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες ξεσπούν σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα -χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με  τα μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια.

Οι σκηνές που εκτυλίσσονται δεν μπορούν να περιγραφούν. Σύμφωνα  με μαρτυρίες μια γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να παρακολουθήσει τον διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη δολοφονία (με το μαρτυρικό «παλούκωμα») της νεαρής κόρης της και εν συνεχεία δολοφονείται και αυτή. Σε μια άκρη του χωριού μια μητέρα που είναι κρυμμένη, για να μην ακουστεί το κλάμα του βρέφους που έχει στην αγκαλιά της και προδώσει την κρυψώνα τους, αναγκάζεται να κλείσει με το χέρι της το στόμα του, έως ότου άθελά της το πνίξει.  Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές και αναφιλητά. 
Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος. Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο και τριών ατόμων και -αν και η αρχική σκέψη ήθελε ως προορισμό και τόπο της μαζικής εκτέλεσης το νεκροταφείο- δημιουργούν πομπές  από την πλατεία προς το σπίτι του Νταμπούδη και από το κέντρο του προέδρου στο φούρνο του Γκουραμάνη. Με βαριά βήματα οι πορείες φτάνουν έξω από τα κτίρια που σε λίγο θα μετατραπούν σε νέα κρεματόρια. Οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοιβάζουν τον κόσμο μέσα στα δύο κτίρια.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική σιγή, μιλάνε οι ματιές, υγρές, βαθιές. Όμως και μια σπίθα ελπίδας. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου, η ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των Γερμανών, αποτελεί πραγματικό παράθυρο προς τη ζωή για λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά,  που από κει καταφέρνουν να πηδήξουν έξω και να βρουν διέξοδο σωτηρίας. Σύντομα οι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους επιχειρούν να διαφύγουν. 

Στην είσοδό του στήνουν ένα πολυβόλο και ξεκινούν να «γαζώνουν» το φούρνο. Στη συνέχεια, ρίχνουν στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός. Άλλοι πέφτουν νεκροί από τα πυρά, άλλοι καίγονται ζωντανοί, κάποιοι, ακόμη και γυναίκες με τα μωρά τους στην αγκαλιά, επιχειρούν να βγουν από την πόρτα. Και εκεί όμως περιμένουν στρατιώτες που είτε σφάζουν, είτε πυροβολούν όσους βγαίνουν, δημιουργώντας σωρούς πτωμάτων. Μιαν ανάσα και έξοδος, «ηρωική», δίχως λογική -πού να χωρέσει άλλωστε! Μέσα στην αναστάτωση κάποια παιδιά καταφέρνουν να βγουν έξω σώα. Σώζονται βγαίνοντας από τα φλεγόμενα κτίρια κρυμμένα πίσω από μεγαλύτερους και αναγκαζόμενα να παραστήσουν επί ώρες τα νεκρά ανάμεσα σε στοίβες πτωμάτων. Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και στο σπίτι του Νταμπούδη. Οι γρατσουνιές στους τοίχους καταμαρτυρούν την προσπάθεια των απελπισμένων εγκλείστων να σωθούν από τις φλόγες και την βουλή της Ατρόπου Μοίρας. 
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν. Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, όπου είχε επισκεφθεί τον εκεί νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον εκτελούν και αυτόν αναίτια και εν ψυχρώ.

Αφήνουν πίσω τους καταστροφή. Το χωριό καμένο και ολότελα κατεστραμμένο (περισσότερα από 300 σπίτια και κτίρια έχουν μετατραπεί σε στάχτες), πτώματα σκορπισμένα παντού, η μυρωδιά της καμένης σάρκας διάχυτη. Ο απολογισμός τραγικός: 149 νεκροί, από τους οποίους οι 51 ανήλικοι και από αυτούς οι 36 κάτω των 10 ετών -ακόμη και αβάπτιστα βρέφη. Άλλοι εν ψυχρώ εκτελεσμένοι, άλλοι καμένοι ζώντες. Μια ακόμη μαύρη σελίδα στην ιστορία έχει γραφτεί, το Ολοκαύτωμα του μαρτυρικού Χορτιάτη έχει συντελεστεί. 
Από το φούρνο του Γκουραμάνη, το σπίτι του Νταμπούδη και άλλα σημεία του χωριού θα γλιτώσουν ελάχιστοι. Η Μαρία Αγγελινούδη, ο Πέτρος Τσαγγαλής, η Ίρις Ζέκκα, ο Τάσος, η Ελένη και η Ειρήνη Ρωμούδη, η Βασιλική και η Ελένη Γκουραμάνη, η Αναστασία και ο Κώστας Αγγελινούδης, ο Παύλος Ζέκκας, ο Γιώργος Γκουραμάνης, ο Παναγιώτης και Θανάσης Γαλητσιάνος, ο Παναγιώτης Σαρβάνης, η Ελένη Χαρατσή, η Χρυσή Αγοραστού κ.ά.


Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα greekholocausts.gr

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Σαν σήμερα, 25 Αυγούστου 1944

Η απελευθέρωση του Παρισιού


Του Νίκου Ζάικου*

Η απελευθέρωση του Παρισιού υπήρξε η κατάληξη της αναμέτρησης ανάμεσα στη Γαλλική Αντίσταση και στη Γερμανική Φρουρά της μέχρι τότε κατεχόμενης πρωτεύουσας της Γαλλίας, που ξεκίνησε στις 19 Αυγούστου 1944 και έκλεισε μια εβδομάδα μετά, στις 25 Αυγούστου 1944, με την ήττα και την παράδοση της Γερμανικής Φρουράς.
Τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από το Παρίσι έπειτα από χρόνια πολεμικής κατοχής. Τον Μάιο του 1940, η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Γαλλία για να γίνει ένα μήνα αργότερα φανερό ότι ο γαλλικός στρατός δεν ήταν σε θέση να αναχαιτίσει τη γερμανική επίθεση. Τον Ιούνιο του 1940, καταρτίστηκε μια Συμφωνία Εκεχειρίας, την οποία υπέγραψε για τη γαλλική πλευρά ο 84χρονος στρατάρχης Ανρί Φιλίπ Πεταίν, ήρωας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Συμφωνία διαίρεσε τη Γαλλία σε δύο ζώνες. Το βόρειο και το δυτικό τμήμα της χώρας, καθώς και η ακτή του Ατλαντικού ορίστηκε ότι θα τελούν υπό γερμανική κατοχή, ενώ στο υπόλοιπο έδαφος της χώρας, την «ελεύθερη ζώνη», παραχωρήθηκε ένα καθεστώς αυτονομίας μέχρι τον Νοέμβριο του 1942. Συνεπώς, από τον Ιούνιο του 1940, η Περιφέρεια του Παρισιού αποτέλεσε κατεχόμενη περιοχή, ενώ το νότιο τμήμα της χώρας ονομάστηκε «Γαλλικό Κράτος» -εν αντιθέσει προς την προπολεμική ονομασία «Γαλλική Δημοκρατία»- με επικεφαλής τον στρατάρχη Πεταίν και είχε ως προσωρινή πρωτεύουσα το Βισύ, μια λουτρόπολη της κεντρικής Γαλλίας. Το καθεστώς του Βισύ, που τυπικά έφερε την ευθύνη για τη διακυβέρνηση όλης της χώρας, εφάρμοσε ένα αυταρχικό πρόγραμμα «Εθνικής Επανάστασης». Η Γαλλία μετατράπηκε από δημοκρατικό κράτος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε σύμμαχο της ναζιστικής Γερμανίας και συνεργό στη δίωξη των Εβραίων όλης της χώρας. Το χρονικό της βίαιης απομάκρυνσης παιδιών ηλικίας από 2 έως 12 ετών από τους γονείς τους, της πολυήμερης κράτησής τους υπό βάναυσες συνθήκες και της εκτόπισης των παιδιών αυτών στο Αουσβιτς συγκλονίζει την ανθρώπινη συνείδηση. Ειδικότερα, οι Εβραίοι της περιοχής του Βισύ υπήρξαν οι μόνοι στην Ευρώπη, που εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα θανάτου από περιοχή στην οποία δεν υπήρξε καμία γερμανική στρατιωτική παρουσία. Εκτός από τη διάσταση αυτή, μέχρι το τέλος του πολέμου, στο έδαφος του καθεστώτος του Βισύ θανατώθηκαν περίπου 150.000 όμηροι, 70.000 άτομα περιορίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και περίπου 700.000 άνδρες και γυναίκες στρατολογήθηκαν για παροχή εργασίας στη Γερμανία.

Μαζικές απεργίες παραλύουν τα πάντα
Στα μέσα Αυγούστου του 1944, το Παρίσι παρουσίαζε μια εικόνα παράλυσης. Ενώ ήταν γνωστό ότι τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα προέλαυναν στη Γαλλία, στο Παρίσι απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων στα τρένα, στον υπόγειο σιδηρόδρομο, στην αστυνομία και στα ταχυδρομεία βαθμιαία κλιμακώθηκαν σε μια μαζική απεργία. Παράλληλα με αντιναζιστικές διαδηλώσεις, μέλη του γαλλικού αντιστασιακού κινήματος, τα περισσότερα ελαφρά οπλισμένα ή εντελώς άοπλα, άρχισαν να καταλαμβάνουν στρατηγικά σημεία της πόλης, όπως δημόσια κτίρια και αστυνομικά τμήματα και να προκαλούν βλάβες στα οχήματα και στην υλικοτεχνική υποδομή των κατοχικών στρατευμάτων.
Στις 19 Αυγούστου 1944, στους άδειους δρόμους της πόλης εμφανίστηκαν γερμανικά άρματα μάχης, ημιερπυστριοφόρα, φορτηγά ρυμουλκά και οχήματα με Γερμανούς στρατιώτες, προδίδοντας την υποχώρηση των Γερμανών. Αμέσως ξέσπασαν αψιμαχίες ανάμεσα σε ελεύθερους σκοπευτές της Αντίστασης και Γερμανούς στρατιώτες, ενώ στους δρόμους αναρτήθηκαν αφίσες που καλούσαν «όλους τους άνδρες από 18 ώς 50 ετών να ταχθούν στον αγώνα κατά του εισβολέα». Στις μέρες που ακολούθησαν, άμαχοι Γάλλοι κάθε ηλικίας, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, συμμετείχαν στις όλο και πιο σκληρές μάχες, υψώνοντας οδοφράγματα και ενισχύοντας την Αντίσταση με κάθε τρόπο.
Στις 24 Αυγούστου, πλήθη πολιτών υποδέχθηκαν δυνάμεις γαλλικών τεθωρακισμένων και αμερικανικού πεζικού στο Παρίσι. Οι κατοχικές δυνάμεις της πόλης είχαν ήδη καταρρεύσει και, μετά από μια καθοριστική τελική μάχη, ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης, στρατηγός Ντίτριχ φον Χόλτιτς, παραδόθηκε. Η εντολή του Χίτλερ να ισοπεδωθεί η πρωτεύουσα της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής ήττας δεν πραγματοποιήθηκε. Την επόμενη μέρα, ο χαρισματικός στρατηγός Ντε Γκωλ απευθύνθηκε σε ένα ενθουσιώδες πλήθος, τονίζοντας την εθνική ενότητα και αγωνιστικότητα χωρίς έμφαση στη συμβολή των Συμμάχων. Στη νέα πραγματικότητα, το Βισύ δεν θα θεωρούνταν αντιπροσωπευτικό της «πραγματικής» Γαλλίας: «Παρίσι μαρτυρικό! Αλλά Παρίσι απελευθερωμένο! Απελευθερωμένο χάρη στο ίδιο, απελευθερωμένο χάρη στον λαό του με τη βοήθεια των γαλλικών στρατευμάτων με την υποστήριξη και τη βοήθεια όλης της Γαλλίας, της Γαλλίας που μάχεται, της μοναδικής Γαλλίας, της πραγματικής Γαλλίας, της αιώνιας Γαλλίας!».

* Ο κ. Νίκος Ζάικος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.


Αναδημοσίευση από την Καθημερινή

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Σαν σήμερα, 15 Αυγούστου 1940


Ο τορπιλισμός της «Έλλης»

Του Ζήση Φωτάκη*

Στο ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ναυτική σημασία του γεωγραφικού χώρου και στόλου της Ελλάδας δεν είχε την αντίστοιχη βαρύτητα που εμφάνιζε το καλοκαίρι του 1914. Το γεγονός αυτό που, εν πολλοίς, απέρρεε από την προτεραιότητα που απέδιδε η Μεγάλη Βρετανία στην προάσπιση των αυτοκρατορικών της συμφερόντων στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, τη ναυτική ρώμη του Γαλλικού Ναυτικού στη Μεσόγειο και την αρχική ουδετερότητα της Ιταλίας, γέννησε ίσως σε κάποιους την ελπίδα ότι η χώρα μας δεν θα χρειαζόταν να αναμειχθεί στον νέο αυτόν Αρμαγεδδώνα. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την πτώση της Γαλλίας στον Αξονα και την έξοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας τον Μάιο του 1940. Τους μήνες που ακολούθησαν, η καχυποψία του Μουσολίνι αναφορικά με τις γερμανοσοβιετικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια, η πιθανότητα ότι ο αγγλικός στόλος θα κατέφευγε στα ελληνικά ύδατα στην περίπτωση που η αγγλοκρατούμενη Αίγυπτος κυριευόταν από τους Ιταλούς και ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μεταξά στην αγγλική πολιτική -κυριότερα δείγματα του οποίου υπήρξαν η αποδοχή της αγγλο-γαλλικής εγγύησης της Ελλάδας έναντι πιθανής απειλής από τον Αξονα (Απρίλιος 1939) και η άρνησή της να ανανεωθεί το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, τον Σεπτέμβριο του 1939- οδήγησαν στην ωρίμαση των επεκτατικών επιδιώξεων που έτρεφε, από παλιά, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας.
Η προετοιμασία του εδάφους για την εφαρμογή της επεκτατικής αυτής πολιτικής επιχειρήθηκε με μια σειρά από προκλήσεις ο χαρακτήρας των οποίων ήταν συχνά ναυτικός λόγω της θαλάσσιας γειτνίασης των δύο δυνάμεων. Η πρώτη από αυτές έλαβε χώρα τη 12η Ιουλίου 1940 όταν βομβαρδίστηκαν διαδοχικά από αέρος το βοηθητικό πλοίο «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Ύδρα» ανοιχτά της Γραμβούσας στην Κρήτη. Τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από ιταλικά αεροπλάνα, ενώ ήταν μεθορμισμένα στον κόλπο της Ιτέας. Στο τέλος του ίδιου μήνα τα ελληνικά αντιτορπιλικά, «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Ολγα», ό,τι καλύτερο είχε τότε το ελληνικό Ναυτικό, καθώς και δύο ελληνικά υποβρύχια δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση της ιταλικής αεροπορίας. Οι ιταλικές προκλήσεις κορυφώθηκαν στις 2 Αυγούστου 1940 όταν βομβαρδίστηκε η τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 την ώρα που έπλεε μεταξύ Σαλαμίνας και Αίγινας.

Η ηγεσία του Π.Ν.
Τα συνεχή και ολοένα πιο προκλητικά αυτά επεισόδια δημιούργησαν εύλογη ανησυχία στην ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στον βαθμό που εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όταν αποφασίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή του εύδρομου καταδρομικού «Ελλη» στον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο νησί της Τήνου. Η μονάδα αυτή, αν και σχετικά παλιά, αφού ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ριζικά ανακαινιστεί στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και αποτελούσε την κυριότερη ναρκοθέτιδα του ελληνικού στόλου. Διέθετε επίσης δυνατότητες αποτελεσματικής συμμετοχής σε συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Oι επιφυλάξεις λοιπόν του Αρχηγού Στόλου, ναύαρχου Καββαδία και άλλων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξαν εύλογες δεν οδήγησαν όμως στην αναίρεση της ληφθείσας απόφασης ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, που τιμάται πολύ και από τους καθολικούς Ιταλούς, δεν θα επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας ακόμη προκλητικής ενέργειας εναντίον της χώρας μας.

Χτύπημα με ασαφή αίτια
Τα άμεσα αίτια του τορπιλισμού της «Ελλης» δεν είναι ακόμα σαφή. Ορισμένες πηγές κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα ακριβώς τότε και θεώρησε πως ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού θα διευκόλυνε τα σχέδιά του. Αλλοι, όπως ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, εικάζουν ότι η κίνηση αυτή υπήρξε προϊόν της οργής του Μουσολίνι, όταν πληροφορήθηκε την άποψη που εξέφρασε ο Μεταξάς στον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Πρίγκιπα Ερμπαχ, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο. Ο υφυπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, Τσιάνο, αποδίδει τον τορπιλισμό της «Ελλης» στην προπέτεια του Ντε Βέκι, του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων και κορυφαίου στελέχους του φασιστικού καθεστώτος. Τέλος, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε ο Αϊκάρντι, o κυβερνήτης του ιταλικού υποβρυχίου Delfino που τορπίλισε την «Ελλη», πιθανώς να εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της παρεμπόδισης των αγγλικών συγκοινωνιών με τη Μαύρη Θάλασσα, από το ιταλικό ναυτικό, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η ασάφεια και η προχειρότητα των οδηγιών που αυτός έλαβε. Οποια πάντως κι αν είναι η ακριβής άμεση αιτία για την προσβολή του ευδρόμου καταδρομικού «Ελλη», γεγονός είναι ότι στις 8.25 π.μ. της 15ης Αυγούστου 1940 αυτό επλήγη από τορπίλη του Delfino ακριβώς κάτω από τον μόνο εν ενεργεία λέβητά του. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός να εκραγεί και η έκρηξη να δημιουργήσει κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία στην ίσαλο γραμμή είχε διάμετρο 10 εκατοστών. Συνάμα δημιουργήθηκε οπή δύο περίπου μέτρων μεταξύ των δύο καπνοδόχων του πλοίου ακριβώς πάνω από το σημείο της έκρηξης. Οκτώ μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες υπήρξαν και οι τραυματίες. Οι άλλες δύο τορπίλες που έβαλε το ιταλικό υποβρύχιο εναντίον των επιβατηγών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Τήνου ευτυχώς αστόχησαν.
Το αιφνίδιο πλήγμα που υπέστη το ελληνικό καταδρομικό δεν βρήκε ούτε το πλήρωμά του ούτε τη ναυτική ηγεσία της χώρας απαράσκευη. Σύντονες προσπάθειες ανελήφθησαν από τον κυβερνήτη του πλοίου, Χατζόπουλο, ώστε τουλάχιστον να σωθεί το πλοίο προσαράζοντας στα αβαθή του λιμανιού, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατό γιατί τα συστήματα του πλοίου είχαν νεκρώσει μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Επιπροσθέτως, το επιβατηγό «Έσπερος» που ανέλαβε τη ρυμούλκηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και τα εφόλκια που θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν το καταδρομικό, τη στιγμή μάλιστα που η αποκρίκωση της άγκυράς του δεν υπήρξε εφικτή για μια σειρά από λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση που ακολούθησε από ανώτατα στελέχη του ναυτικού επιβεβαίωσε ότι όλα τα προσήκοντα μέτρα είχαν ληφθεί και για την άμυνα του πλοίου από εχθρική προσβολή, αλλά και για τη διάσωσή του μετά τον τορπιλισμό του. Αποδείχτηκε, επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο τορπιλισμός της «Ελλης» ήταν έργο Ιταλών, κάτι όμως που αποσιωπήθηκε για λόγους υψηλής πολιτικής μέχρι την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Τότε ήταν που επίσημα και τεκμηριωμένα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την αλίευση και την ποικιλότροπη εξέταση των υπολειμμάτων της 2ης και 3ης τορπίλης που αστόχησαν.

Προετοιμασία για πόλεμο
Την επαύριο του τορπιλισμού της «Ελλης», δεν εξερράγη ελληνο-ιταλικός πόλεμος πάρα την περαιτέρω κλιμάκωση των ιταλικών προκλήσεων. Η χώρα ολοκλήρωσε απλώς τις τελευταίες της προετοιμασίες για τον μεγάλο αγώνα που επέκειτο. Η ηθική όμως προετοιμασία είχε, εν πολλοίς, ολοκληρωθεί λόγω του τορπιλισμού της «Ελλης». Οπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκράτσι: «Η ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να υπερηφανεύεται γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε μια αρραγή ψυχική ενότητα έναν λαό βαθιά διαιρεμένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθιά και παλιά πολιτικά μίση, γιατί είχε εμπνεύσει τη γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει εν ανάγκη για την πατρίδα του». Αυτή είναι και η κληρονομιά της «Ελλης» στο έπος του 1940 και κατ' επέκταση στην εθνική μας επιβίωση.

* Ο κ. Ζήσης Φωτάκης είναι διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.


Αναδημοσίευση από την Καθημερινή

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Σαν σήμερα, 6 Ιουνίου 1944

D-Day: Η μεγαλύτερη μέρα του πολέμου

Τρίτη, 6 Ιουνίου 1944, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Το BBC διακόπτει το πρόγραμμά του και μεταδίδει τους στίχους από ένα ποίημα του Βερλέν: «Οι βαθιοί αναστεναγμοί των βιολιών του φθινοπώρου λαβώνουν την καρδιά μου με μια μονότονη μελαγχολία». Την ίδια ώρα Βρετανοί και Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώνονται ανάμεσα στους ποταμούς Ορν και Ντιβ και στη χερσόνησο Καταντέν της Γαλλίας. Αεροπλάνα της RAF βομβαρδίζουν τις συστοιχίες πυροβολικού που βρίσκονται πλησίον των ακτών. Λίγες ώρες περνάνε και οι γερμανοί στρατιώτες δύσπιστα αντικρίζουν μια αρμάδα από συμμαχικά πλοία να ξεπροβάλλει μέσα από την πρωινή πάχνη. Στις 6.30 το πρωί κύματα από συμμαχικούς στρατιώτες αρχίζουν να καταφθάνουν στις ακτές της Νορμανδίας. H «μεγαλύτερη ημέρα του πολέμου» έχει αρχίσει.
Την εποχή που έγινε η Απόβαση της Νορμανδίας οι Σύμμαχοι είχαν ήδη σημειώσει αρκετές σημαντικές νίκες. Μια επέμβαση όμως «στην καρδιά της Γερμανίας», σύμφωνα με τον αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ, κρινόταν αναγκαία. Έτσι αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί απόβαση στη Δυτική Ευρώπη την 1η Μαΐου του 1944, με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Επικυρίαρχος».
Το πιο σημαντικό μέλημα ήταν η επιλογή της τοποθεσίας της απόβασης. Ως καλύτερος στόχος φαινόταν το Καλέ, λόγω της μικρής του απόστασης από τις βρετανικές ακτές. Και οι Γερμανοί όμως είχαν την ίδια γνώμη, οπότε τα επίλεκτα στρατεύματα της 15ης Στρατιάς φύλαγαν την περιοχή. Το Καλέ απορρίφθηκε, ακριβώς επειδή ήταν πασιφανώς η καλύτερη επιλογή. Ύστερα από πρόταση του υποστράτηγου Φρεδερίκου Μόργκαν επελέγη η Νορμανδία ως τοποθεσία της απόβασης, επιλογή η οποία ήταν όχι μόνο «Άκρως Απόρρητη», αλλά δημιουργήθηκε επί τούτου ανώτερη διαβάθμιση, επονομαζόμενη BIGOT.

H παραπλάνηση των Γερμανών

Παράλληλα ξεκίνησε μια γιγαντιαία προσπάθεια παραπληροφόρησης των Γερμανών, η «Επιχείρηση Αντοχή», με σκοπό να πεισθούν οι Γερμανοί ότι η απόβαση θα γινόταν στο Καλέ. Για τον σκοπό αυτόν οι Σύμμαχοι επιστράτευσαν όλη την πανουργία τους: Εχτισαν πλασματικές βάσεις στο Κεντ της Αγγλίας με άρματα μάχης, οχήματα και συστοιχίες πυροβολικού φτιαγμένα από κόντρα πλακέ, ελαστικά και πεπιεσμένο χαρτί, όπου υπήρχε συνεχής κίνηση από φορτηγά (πηγαινοέρχονταν πάντα τα ίδια)! Τα γερμανικά κατασκοπευτικά αεροπλάνα «δυστυχώς» κατάφερναν να αποφεύγουν τα αντιαεροπορικά πυρά και ανέφεραν τις «προετοιμασίες» που έβλεπαν, η δε βρετανική αντικατασκοπία εξολόθρευσε ή πήρε με το μέρος της σχεδόν όλους τους γερμανούς κατασκόπους στο βρετανικό έδαφος, οι οποίοι ψευδώς πληροφορούσαν ότι η απόβαση θα γινόταν στο Καλέ!
H «Επιχείρηση Αντοχή» στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι γερμανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών και όλοι οι ανώτατοι αξιωματικοί των ναζιστών, με εξαίρεση τον στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ, πείστηκαν ότι η απόβαση θα γινόταν στο Καλέ. Εικάζεται πως ο Αδόλφος Χίτλερ είχε υποπτευθεί ότι η απόβαση θα γινόταν κοντά στην Καέν, στη Νορμανδία, αλλά δεν κυνήγησε με αρκετό σθένος αυτή του την προαίσθηση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι 19 επίλεκτες μεραρχίες παρέμειναν στο Καλέ ως το τέλος Ιουλίου, ατενίζοντας την κενή θάλασσα, ενώ η έκβαση του πολέμου κρινόταν στη Νορμανδία.

Οι προετοιμασίες για την Απόβαση

Εν τω μεταξύ οι προετοιμασίες για την Απόβαση συνεχίζονταν με πυρετώδεις ρυθμούς. Στις αρχές του 1944 οι νότιες ακτές της Βρετανίας ήταν κυριολεκτικά ένα τεράστιο στρατόπεδο, με 3,5 εκατομμύρια στρατιώτες να προετοιμάζουν τη μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση της Ιστορίας. Βομβαρδιστικά αεροσκάφη και η γαλλική Αντίσταση κατέστρεφαν τα γερμανικά ραντάρ, ώστε να μην μπορούν να καταγράφουν τις κινήσεις πλοίων και αεροπλάνων στο Στενό της Μάγχης, καθώς και κομβικά σημεία του οδικού δικτύου, για να εμποδίσουν τη μεταφορά ενισχύσεων στα μέτωπα. Αυτές οι επιθέσεις εξελίσσονταν σε όλο το μήκος των γαλλικών ακτών, για να μην προδοθεί το ακριβές σημείο της Απόβασης.
Και οι Γερμανοί όμως προετοιμάζονταν. Ήδη από τις αρχές του 1942 είχαν αναθέσει στον Οργανισμό Τοντ την ανέγερση του Ατλαντικού Τείχους, ενός συστήματος οχυρώσεων από τη Νορβηγία ως την Ισπανία, έργο που όμως έμεινε ανολοκλήρωτο. Ενδεικτικά το 68% είχε κατασκευαστεί στο Καλέ, ενώ μόλις το 18% είχε ολοκληρωθεί στη Νορμανδία.

Εν τω μεταξύ οι στρατηγοί Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Μπέρναρντ Μοντγκόμερι εκπονούσαν το σχέδιο μάχης. Αποφάσισαν να προσθέσουν δύο ακόμη ακτές στα σχέδια της απόβασης και έτσι η απόβαση αναβλήθηκε για τον Ιούνιο του 1944.
Ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης ημέρας επίθεσης έγινε λαμβάνοντας υπόψη τους καιρικούς παράγοντες. H επιχείρηση των αλεξιπτωτιστών μπορούσε να γίνει μόνο όταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο. Ακόμη η επίθεση θα έπρεπε να λάβει χώρα όταν η παλίρροια θα ήταν στη μέση της, λόγω των παγίδων που είχαν στήσει οι Γερμανοί. Αυτός ο συνδυασμός των καιρικών συνθηκών συνέπιπτε την 5η Ιουνίου, που ορίστηκε ως «D-Day», δηλαδή ημέρα έναρξης των επιχειρήσεων.
Την 1η Ιουνίου το BBC μετέδωσε το πρώτο μισό από τον στίχο του Βερλέν, ως μήνυμα προς τη γαλλική Αντίσταση ότι η Απόβαση θα ξεκινούσε σε λίγες ημέρες. Αυτό όμως το είχαν πληροφορηθεί και οι Γερμανοί. Και ενώ ο μισός στίχος επαναλαμβανόταν κάθε ημέρα, ο καιρός γινόταν ολοένα χειρότερος. Στις 5 Ιουνίου η θάλασσα λυσσομανούσε, οπότε κάθε ιδέα για απόβαση φαινόταν εξωπραγματική. Πράγματι, η απόβαση αναβλήθηκε για την επόμενη ημέρα. Ο καιρός όμως καλυτέρεψε ελάχιστα και οι Γερμανοί αξιωματικοί εφησύχασαν· δεν ήταν δυνατό να γίνει απόβαση με κακοκαιρία. Αρκετοί έφυγαν για τη Βρετάνη, όπου εκτυλισσόταν - τι ειρωνεία! - άσκηση εξομοίωσης συμμαχικής απόβασης, ενώ ο Ρόμελ βρισκόταν στη Γερμανία, όπου γιόρταζε τα γενέθλια της γυναίκας του. Ο Αδόλφος Χίτλερ κοιμόταν στο στρατηγείο του στο Μπέρχτεσγκαντεν. Εκείνη την ώρα της νύχτας ο Αϊζενχάουερ έδινε διστακτικά το σήμα για να ξεκινήσει η Απόβαση. Το BBC μετέδωσε ολόκληρο τον στίχο του Βερλέν. Από εκείνη τη στιγμή η 6η Ιουνίου 1944 θα περνούσε στην Ιστορία.

D-Day

Με την έναρξη της επιχείρησης 23.400 αλεξιπτωτιστές έπεσαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές, ενώ βομβαρδιστικά της RAF έριξαν 5.300 τόνους βόμβες στις γερμανικές συστοιχίες πυροβολικού. Στις 6.30 π.μ. το 5ο και το 7ο αμερικανικό σώμα κατευθύνθηκαν προς τις ακτές με τις κωδικές ονομασίες Ομαχα και Γιούτα, ενώ στις 7.30 π.μ. - λόγω διαφορών στην ώρα της παλίρροιας - η 3η καναδική μεραρχία αποβιβάστηκε στην ακτή Τζούνο και η 3η και η 50ή βρετανική μεραρχία στη Σορντ και στην Γκολντ.
Συνολικά 156.000 στρατιώτες και 20.000 οχήματα αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία την πρώτη ημέρα της επιχείρησης, συνεπικουρία 4.300 πλοίων - υπό τον Βρετανό ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ - και 11.000 αεροπλάνων - υπό τον Βρετανό πτέραρχο Τράφορντ Λέι-Μάλορι. Κύριος στόχος τους ήταν η δημιουργία και η σταθεροποίηση ενός προγεφυρώματος, ώστε να αποβιβαστούν και άλλες συμμαχικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες.

Αν και οι Σύμμαχοι είχαν υπεροχή σε αέρα και θάλασσα, οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Τα αεροπλάνα που μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές πέταγαν πολύ ψηλά και πολύ γρήγορα για να αποφύγουν τα αντιαεροπορικά πυρά και πολλοί έπεσαν ως και 30 χιλιόμετρα μακριά από τα καθορισμένα σημεία πτώσης, ακόμη και εν τω μέσω γερμανικών στρατευμάτων.
H κακοκαιρία που πρόσφερε στους Συμμάχους τον αρχικό αιφνιδιασμό δυσχέρανε σημαντικά την έκβαση της Απόβασης. Ειδικά στην Όμαχα, τα μισά από τα αμφίβια άρματα μάχης βυθίστηκαν. Πολλά αποβατικά πλοία αναποδογυρίστηκαν από τα πελώρια κύματα. Οι στρατιώτες που τελικά αποβιβάστηκαν ζαλισμένοι στην Όμαχα αντιμετώπισαν, εν αγνοία των διοικητών τους, την επίλεκτη 352η μεραρχία πεζικού και υπέστησαν σοβαρότατες απώλειες.
Στην ακτή Σορντ οι Βρετανοί αντιμετώπισαν ακόμη ένα πρόβλημα. Γερμανικά άρματα μάχης εμπόδισαν την προέλασή τους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έντονος συνωστισμός στην ακτή. Πέρα από τις όποιες δυσκολίες, η Απόβαση στέφθηκε με επιτυχία κυρίως λόγω της ανδρείας των στρατιωτών που έχυσαν το αίμα τους στις ακτές της Νορμανδίας. Με απώλειες που έφθασαν τις 10.000, οι Σύμμαχοι είχαν πια διεισδύσει στο «Οχυρό Ευρώπη». Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τις γερμανικές απώλειες, αλλά εκτιμώνται από 4.000 ως 9.000.
Αμέσως ξεκίνησε ένας «αγώνας υπεροπλίας» στην περιοχή. Στις 18 Ιουνίου είχαν αποβιβαστεί 600.000 στρατιώτες και 100.000 φορτηγά, χάρη στους δύο τεχνητούς λιμένες, τους λεγόμενους «Μάλμπερι», τους οποίους οι Σύμμαχοι κατασκεύασαν και ρυμούλκησαν από τη Βρετανία ως τις ακτές Όμαχα και Γκολντ! Παράλληλα είχαν δημιουργήσει πενήντα πρόχειρους αεροδιαδρόμους. Τώρα πια ήταν αδύνατο για τους Γερμανούς να πετάξουν τους Συμμάχους πίσω στη θάλασσα...

H Μάχη της Νορμανδίας

Μετά την επιτυχία της Απόβασης ξεκίνησε ένα άλλο, δυσκολότερο κεφάλαιο για τους Συμμάχους: η Μάχη της Νορμανδίας, η οποία υπολογιζόταν να διαρκέσει τρεις εβδομάδες αλλά τελικά κράτησε σχεδόν τρεις μήνες, κυρίως επειδή οι Γερμανοί δεν υποχώρησαν, όπως υπολόγιζαν οι Σύμμαχοι, αλλά πολέμησαν - με διαταγή του Χίτλερ - μέχρι τελευταίας πνοής, μετρώντας πάνω από 400.000 νεκρούς και τραυματίες. Και οι συμμαχικές δυνάμεις όμως είχαν πάνω από 200.000 απώλειες, εκ των οποίων 37.000 νεκροί. Μόλις στις 9 Ιουλίου οι Σύμμαχοι κατάφεραν να κατακτήσουν την Καέν, την οποία έπρεπε - σύμφωνα με το σχέδιο - να κατακτήσουν την πρώτη ημέρα της Απόβασης! Στις επόμενες τρεις βδομάδες το μέτωπο μετακινήθηκε μόλις τρία χιλιόμετρα νότια.
Στις 7 Αυγούστου οι Γερμανοί έκαναν μια τελευταία αιφνιδιαστική - αλλά αποτυχημένη - επίθεση στο Αβράνς και στις 16 Αυγούστου ο Χίτλερ διέταξε γενική υποχώρηση. Στις 20 Αυγούστου ένα από τα «μεγαλύτερα αιματοκυλίσματα του πολέμου», σύμφωνα με τον Αϊζενχάουερ, εξελίχθηκε στο Φαλέζ Ποκέ, όταν 150.000 γερμανοί στρατιώτες περικυκλώθηκαν από συμμαχικά στρατεύματα. 50.000 σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. H Μάχη της Νορμανδίας είχε τελειώσει.


Τα αποτελέσματα της Απόβασης

Στις 15 Αυγούστου 1944 συμμαχικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν με ευκολία στη Νότια Γαλλία και στις 25 Αυγούστου το Παρίσι απελευθερώθηκε. Ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ εισήλθε στην πρωτεύουσα της αληθινά πια ελεύθερης Γαλλίας. Μιας Γαλλίας που πλήρωσε όμως ακριβά το τίμημα της ελευθερίας. Σχεδόν 20.000 κάτοικοι της Νορμανδίας βρήκαν τραγικό θάνατο κατά την περίοδο της Απόβασης και της Μάχης, κυρίως από συμμαχικούς βομβαρδισμούς... Ολόκληρες πόλεις και χωριά μετατράπηκαν κυριολεκτικά σε στάχτη και συντρίμμια.
H Απόβαση στη Νορμανδία όμως ήταν αναγκαία και καθοριστική για την εξέλιξη του πολέμου. Με την προέλαση των Αμερικανών και των Βρετανών από τη Δύση και των Σοβιετικών από την Ανατολή σήμανε η έναρξη του τελευταίου κεφαλαίου του πολέμου. Το Βερολίνο ήταν το μέρος όπου αυτό το κεφάλαιο θα έκλεινε οριστικά και όπου θα γεννιόταν μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα, αυτή του Ψυχρού Πολέμου.


Αναδημοσίευση από το Βήμα

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Σαν σήμερα, 1 Ιουνίου 1941

Το τέλος της μάχης της Κρήτης

Του Δημήτρη Λυβάνιου*

Το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, ένας νεαρός Βρετανός αξιωματικός απολάμβανε ένα αξιοπρεπές πρωινό στα Χανιά, προσκεκλημένος ενός Νεοζηλανδού στρατηγού. Καθώς ανασήκωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό, παρατήρησε πλήθος αεροπλάνων και αλεξιπτωτιστών. Οταν ο Κ. M. Γούντχαουζ υπέδειξε στον Μπέρναρντ Φρέιμπεργκ, διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων της Κρήτης, το αναπάντεχο θέαμα, ο φλεγματικός στρατηγός, αφού συμβουλεύτηκε το ρολόι του, αρκέστηκε να παρατηρήσει: «Ακριβώς στην ώρα τους!». Η ηρεμία του οφειλόταν στο ότι είχε επαρκή, αλλά όχι άριστη, γνώση των γερμανικών κινήσεων. Καθώς η γερμανική κρυπτογραφική μηχανή «Αίνιγμα» είχε ήδη «σπάσει», οι Βρετανοί γνώριζαν πλήρως τον σχεδιασμό της εισβολής. Ωστόσο, η πολύτιμη αυτή πηγή πληροφοριών, με το κωδικό όνομα «Ultra», θα έπρεπε να διαφυλαχθεί με κάθε κόστος και κατά συνέπεια ο Φρέιμπεργκ δεν επρόκειτο να έχει πλήρη πρόσβαση στο υλικό που προερχόταν από αυτήν.
Όταν ο Χίτλερ εξέδωσε στις 25 Απριλίου τη «Διαταγή Αρ. 28» για την «Επιχείρηση Ερμής» εναντίον της Κρήτης, προσδοκούσε ταχύτατη νίκη, καθώς δεν θα έπρεπε να καθυστερήσει η «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Για τις ανάγκες του «Ερμή» συγκεντρώθηκαν 23.000 άνδρες, από τους οποίους περίπου οι μισοί ήταν αλεξιπτωτιστές υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κουρτ Στουντέντ. Το μεγαλύτερο μέρος τους θα μεταφερόταν με αεροπλάνα και συρόμενα ανεμοπλάνα, ενώ βαρύς οπλισμός, πυροβολικό και 5.000 άνδρες θα αποβιβάζονταν από τη θάλασσα. Κύριοι στόχοι ήταν τα αεροδρόμια σε Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, η Σούδα και τα Χανιά. Η γερμανική αεροπορία (Luftwaffe), η οποία και διηύθυνε την όλη επιχείρηση, ήταν κυρίαρχη στον αέρα, ενώ οι Βρετανοί στη θάλασσα. Οι υπερασπιστές της Κρήτης ήταν περίπου 42.000, αλλά με ανεπαρκή οπλισμό. Από αυτούς, 10.000 ήταν Έλληνες στρατιώτες και οι υπόλοιποι Αυστραλοί, Βρετανοί και Νεοζηλανδοί. Φυσικά, υπήρχαν και οι Κρητικοί. 
Η επίθεση ξεκίνησε στις 20 Μαΐου με ανηλεή αλλά αναποτελεσματικό βομβαρδισμό, λόγω των καλών τεχνικών απόκρυψης των Συμμάχων. Στη συνέχεια, οι αλεξιπτωτιστές έπεσαν κατά κύματα στους στόχους τους. Η έναρξη των επιχειρήσεων ήταν προβληματική. Πολλές μονάδες αλεξιπτωτιστών προσγειώθηκαν σε συμμαχικές θέσεις με αποτέλεσμα να αφανιστούν πλήρως, ενώ τουλάχιστον εκατό ερρίφθησαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Η θέση των αλεξιπτωτιστών ήταν πραγματικά άκρως δυσχερής. Ήταν ουσιαστικά άοπλοι κατά την κάθοδό τους, αφού ο βαρύτερος οπλισμός τους ήταν συσκευασμένος σε ειδικά κιβώτια που θα έπρεπε να περισυλλεχθούν μέσα στον ορυμαγδό της μάχης. Η μόνη προστασία τους ήταν η μανιώδης ταλάντευσή τους στον αέρα προκειμένου να αποφύγουν τα εχθρικά πυρά. Από τη στιγμή όμως που κατόρθωναν να προσγειωθούν, μετατρέπονταν σε ισχυρή δύναμη. Το σθένος των Συμμάχων και η γενναιότητα των Κρητικών, που επιτίθεντο στους αλεξιπτωτιστές με ελαφρά όπλα αλλά και με γυμνά χέρια, συνιστούν πραγματικό έπος, για το οποίο η Κρήτη πλήρωσε σημαντικό φόρο αίματος.
Την πρώτη ημέρα της μάχης, οι Σύμμαχοι αντιστάθηκαν σθεναρά σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο, καταφέροντας βαρύτατα πλήγματα στους αλεξιπτωτιστές. Στο Μάλεμε όμως, οι Γερμανοί, παρά τις απώλειές τους, κατάφεραν να σταθεροποιηθούν και να εμπλακούν σε σφοδρές συγκρούσεις με Νεοζηλανδούς. Ωστόσο, ο διοικητής των δυνάμεων που κάλυπτε το αεροδρόμιο, έχοντας ανεπαρκή επικοινωνία με τις μονάδες του, εκτίμησε λανθασμένα την κατάσταση και αποφάσισε το βράδυ να υποχωρήσει, εγκαταλείποντας και το στρατηγικής σημασίας «Υψωμα 107». Ετσι, οι εξουθενωμένοι αλεξιπτωτιστές, παρότι είχαν ελάχιστα πυρομαχικά και αντιμετώπιζαν υπέρτερες δυνάμεις, κατόρθωσαν να ισχυροποιήσουν το προγεφύρωμά τους. Το επόμενο πρωί ερρίφθησαν επιπλέον αλεξιπτωτιστές και το απόγευμα γερμανικά αεροπλάνα κατάφεραν να προσγειωθούν, αν και υπό συνεχή πυρά, μεταφέροντας επίλεκτα στρατεύματα. Η συμμαχική αντεπίθεση στις 22 Μαΐου ήταν ανεπιτυχής και επέτρεψε στους Γερμανούς να καταλάβουν πλήρως το κρίσιμο αεροδρόμιο. Στις 25 Μαΐου, εξαπέλυσαν ισχυρότατη επίθεση, και δύο μέρες αργότερα κατέλαβαν τα Χανιά και τη Σούδα, αναγκάζοντας τον Φρέιμπεργκ να διατάξει την εκκένωση του νησιού. Περίπου 17.000 άνδρες παρελήφθησαν από το βρετανικό ναυτικό σε νυχτερινές επιχειρήσεις, ενώ 12.000 αιχμαλωτίστηκαν.

Βαριές γερμανικές απώλειες χωρίς στρατηγικό αντίκρισμα
Αν οι αλεξιπτωτιστές είχαν εξουδετερωθεί άμεσα στο Μάλεμε, η πορεία της Μάχης της Κρήτης θα ήταν διαφορετική, γεγονός που υπογραμμίζει τις ατυχείς επιλογές του Φρέιμπεργκ. Ο Νεοζηλανδός υποτίμησε την αποφασιστική σημασία του αεροδρομίου, καθυστέρησε υπέρμετρα την αντεπίθεσή του και υπερεκτίμησε τον κίνδυνο ναυτικής απόβασης. Οι Γερμανοί όντως επιχείρησαν να στείλουν μία νηοπομπή στην Κρήτη το βράδυ της 21ης Μαΐου, αποτελούμενη από μηχανοκίνητα πλοιάρια με συνοδεία ιταλικού πολεμικού. Χωρίς αεροπορική κάλυψη όμως, τα πλοιάρια αυτά δεν είχαν καμία τύχη όταν βρέθηκαν αντιμέτωπα με το βρετανικό ναυτικό. Τα μισά βυθίστηκαν και τα υπόλοιπα επέστρεψαν στη βάση τους. Την επομένη, ένας μεγαλύτερος στολίσκος επέστρεψε και αυτός άπρακτος όταν συνάντησε και πάλι βρετανικά πλοία. H Luftwaffe ανταπέδωσε βυθίζοντας εννέα βρετανικά πολεμικά και προκαλώντας σοβαρές ζημιές σε πολλά άλλα, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην απόφαση των Βρετανών να αποσυρθούν από την Κρήτη. Συνολικά, οι συμμαχικές απώλειες ήταν περίπου 4.200 στρατιώτες και ναύτες. Οι Γερμανοί είχαν περίπου 6.000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ έχασαν πάνω από 400 αεροσκάφη. Οι απώλειες αυτές οφείλονταν στο ότι οι Γερμανοί στερήθηκαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού λόγω της «Ultra» και είχαν εντελώς λανθασμένες πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό, το ηθικό και τις ακριβείς θέσεις των Συμμάχων.
Η κατάληψη της Κρήτης ήταν αναμφίβολα ένα εντυπωσιακό στρατιωτικό επίτευγμα των Γερμανών, αλλά δεν είχε στρατηγικό αντίκρισμα αντίστοιχο των απωλειών τους, επιτρέποντας έτσι το συμπέρασμα ότι χάθηκαν τόσο πολλοί για να κερδηθούν τόσο λίγα. Κατά τον Τσόρτσιλ, ο Χέρμαν Γκέρινγκ, αρχηγός της Luftwaffe, «ήταν ηλίθιος», καθώς για μια «πύρρειο νίκη» θυσίασε «αναντικατάστατες δυνάμεις», με τις οποίες θα μπορούσε να είχε καταλάβει «την Κύπρο, το Ιράκ, τη Συρία, ίσως ακόμη και την Περσία». Ο ίδιος ο Στουντέντ δήλωσε μετά τον πόλεμο ότι η Κρήτη έγινε «ο τάφος» των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Επιπλέον, η στρατηγική σημασία της Κρήτης, παρότι σημαντική, ήταν μάλλον υπερεκτιμημένη. Οι Γερμανοί σωστά θεώρησαν πως η κατοχή της θα απομάκρυνε τον κίνδυνο βρετανικών βομβαρδισμών των ρουμανικών πετρελαιοπηγών, θα παρεμπόδιζε το βρετανικό ναυτικό στην ανατολική Μεσόγειο και θα προστάτευε την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα». Η Luftwaffe όμως θα μπορούσε να ελέγξει αποτελεσματικά το Αιγαίο και από τις βάσεις της στην Ελλάδα, ενώ η κατάληψη της Μάλτας αντί της Κρήτης θα προσέφερε περισσότερα οφέλη. Από άποψη τακτικής, μια τόσο εκτεταμένη εναέρια απόβαση ήταν υπερβολικά φιλόδοξο εγχείρημα και οφειλόταν εν μέρει στη νευρωτική ανάγκη της Luftwaffe να εξιλεωθεί από την αποτυχία της Μάχης της Αγγλίας με μια συντριπτική νίκη.
Για τους Βρετανούς, εκτός από τις βαρύτατες ναυτικές απώλειες, οι στρατηγικές επιπτώσεις της ήττας ήταν σχετικά περιορισμένες, επιτρέποντας στον Τσόρτσιλ να δηλώσει τον Ιούνιο, αν και όχι χωρίς υπερβολή, ότι η κατάσταση στη Μεσόγειο είχε βελτιωθεί για τη Βρετανία σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ήταν επίσης σημαντικό ότι η «Ultra» είχε προστατευτεί.
Ο Τσόρτσιλ είχε αρχικά εξετάσει το ενδεχόμενο να στείλει στον Φρέιμπεργκ το πλήρες σχέδιο της επίθεσης, αλλά σύντομα άλλαξε γνώμη. Με δεδομένη τη σημασία της «Ultra», λίγοι θα διαφωνούσαν με την απόφασή του. Κανείς όμως δεν επρόκειτο να διαφωνήσει με την άποψη του Χίτλερ, ο οποίος τον Ιούλιο τόνισε στον Στουντέντ: «Γνωρίζετε βέβαια, στρατηγέ, ότι δεν θα επιχειρήσουμε ποτέ άλλη μία αερομεταφερόμενη επιχείρηση. Η Κρήτη απέδειξε ότι η εποχή των αλεξιπτωτιστών τελείωσε».

* Ο κ. Δημήτρης Λυβάνιος είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Αναδημοσίευση από την Καθημερινή

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Σαν Σήμερα, 30 Μαίου 1941: Η Νύχτα, που έπεσε η Σβάστιγκα




Ήταν 30 Μαίου 1941. Μόλις είχε φτάσει το μαύρο μαντάτο, ότι η Κρήτη, το τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος, είχε πέσει. Η Αθήνα, η περήφανη πρωτεύουσα, συμπλήρωνε ήδη έναν μήνα Κατοχής.  Η Σβάστιγκα, το πολεμικό σύμβολο των Ούννων, έστεκε αιμοβόρο δίπλα στα μάρμαρα του Παρθενώνα και καταρράκωνε το ηθικό των Ελλήνων.
Η λεβέντικη ψυχή του Ελληνικού Λαού, αυτή που είχε θριαμβεύσει στα δοξασμένα βουνά της Ηπείρου και στα οχυρά της Ελληνοβουλγαρικής Μεθορίου, απαιτούσε να κατέβει το μιαρό σύμβολο των κατακτητών. Αυτή η αμάραντη δόξα έμελλε να βρει τους γνήσιους εκφραστές της στο πρόσωπο δύο νεαρών φοιτητών, του Μανώλη Γλέζου, φοιτητή τότε της ΑΣΟΕΕ και του Απόστολου Σάντα, φοιτητή της Νομικής. Οι δύο νεαροί φοιτητές της Αθήνας δεν υπακούουν στις εντολές κάποιου ,που τους καλεί να διακινδυνεύσουν. Υπακούουν μόνο στην φωνή της συνειδησής τους, που την στιγμή εκείνη τους καλεί να κάνουν πράξη την καθολική απαίτηση των Ελλήνων να κατεβάσουν το εχθρικό σύμβολο από τον Ιερό Βράχο και να το καταστρέψουν.


Σε αυτό το σημείο πιστεύω, πως είναι καλύτερα να αφήσουμε τον ίδιο τον Λάκη Σάντα να μας διηγηθεί πως φτάσαν σε αυτή την ριψοκίνδυνη απόφαση: “Οι μέρες περνούσαν... Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει. Πολεμούσαν ακόμη τα παλικάρια μας μαζί με τους Εγγλέζους σε μερικά σημεία.
Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κυττούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.
Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρομε. Να την γκρεμίσομε και να την ξεσχίσομε και να πλύνομε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας.
Ήταν πολύ απλό μα και πολύ Μεγάλο. Μια σημαία σήκωσε στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μια σημαία θα κατεβάζαμε και μεις στις 31 Μαϊου 1941. Συμβολικό το πρώτο, συμβολικό και το δεύτερο. Μια φούχτα άνθρωποι τότε απειλούσαν την Πανίσχυρη Τουρκική Αυτοκρατορία. Δυο παιδιά εμείς, θα προσβάλλαμε το φοβερό τότε Γ΄ Ράιχ. Και βάλαμε σ' ενέργεια αμέσως το σχέδιο.




Πήραμε απ' την Εθνική Βιβλιοθήκη τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια και διαβάσαμε στη λέξη Ακρόπολις. Εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως από την εποχή εκείνη και καταλάβαμε ότι μόνον από ένα σπήλαιο -που είναι στο εσωτερικό του βράχου της Ακροπόλεως και λέγεται Πανδρόσειον άντρον" και στο οποίο κατά τη Μυθολογία εκατοικούσε ο ιερός όφις της θεάς Αθηνάς και του πήγαιναν οι ιέρειες του ναού του Παρθενώνα και έτρωγε μηλόπιττες στις εορτές των Παναθηναίων- ότι μόνον απ' αυτήν την τρύπα, που έβγαινε σε ένα βάθρο δίπλα στο Ερεχθείο, θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην Ακρόπολη χωρίς να μας δουν οι Γερμανοί φρουροί. Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε πού ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα. Πέρασε κι αυτή η ημέρα και ήλθε η επομένη, η 30ή Μαϊου 1941. Είχαμε ακούσει το βράδυ από το ραδιόφωνο το Λονδίνο που μας είπε ότι η Κρήτη εγκατελείφθη πια.” 






Η επιχείρηση των δύο παλληκαριών γίνεται την νύχτα της 30ης προς 31ης Μαίου 1941, τότε που η αθηναική κοινωνία κοιμάται. Τα δύο ελληνόπουλα αναρριχώνται σαν αίλουροι από την πιο απόκρυμνη πλαγιά της Ακρόπολης( από κει λογικά οι Γερμανοί δεν περίμεναν, ότι μπορεί να σκαρφαλώσει κάποιος) και γρήγορα γρήγορα φθάνουν στον χώρο που κρέμεται η Γερμανική Σημαία. Με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις  ο ένας από τους δύο σκαρφαλώνει στον ιστό και με μεγάλη δυσκολία λύνει και ρίχνει κάτω την εχθρική σημαία. Έπειτα, οι δύο νέοι, με δάκρυα στα μάτια και έκδηλο ενθουσιασμό, την σκίζουν και την πετούν σε ένα βαθύ πηγάδι που σχηματίζεται στην πλαγιά του Βράχου. Και μετά, φεύγουν όπως ήρθαν χωρίς να γίνουν αντληπτοί από την ανυποψίαστη Γερμανική Φρουρά. Εδώ και πάλι θεωρώ, ότι πρέπει να εμπλουτίσουμε την διήγηση με την προσωπική περιγραφή του Λάκη Σάντα για το Συμβάν: « Επιτέλους βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε. Είχα πάρει μαζί μου μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι. Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα Προπύλαια μέχρι να φτάσει η ώρα 9:30 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες να είναι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο της εισόδου και να πίνουν κρασί και μπίρες, έχοντας και μερικές κακές Ελληνίδες, απ' αυτές που πουλάν τον έρωτά τους στα Προπύλαια που είχαν το Φρουραρχείο. Ακούγαμε απόμακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Όταν έφτασε η ώρα, κυτταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν' ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ' αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την Ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο ή το Μεσολόγγι ή τον πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει. Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές.
Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.






Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι. Και καθώς το ασημένιο του φως έλουζε τα ιερά εκείνα μνημεία του άπαντου της Τέχνης και της Ομορφιάς, νιώσαμε μέσα μας ν' ατσαλώνομε. Είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τους αθάνατους προγόνους μας να στέκονται σιωπηλοί και μεγαλοπρεπείς μες στις χλαμύδες τους τριγύρω μας και να μας κυττάνε ερωτηματικά αν θα κάνομε το καθήκον μας ή όχι. Αν και δεν πολυπιστεύω στο μοιραίο, εν τούτοις εκείνες τις στιγμές νομίζω ότι το μοιραίο της φυλής μας έριξε τον κλήρο σε μας...
Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ' τον κοντό που είχαν τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στον κοντό είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά. Φτάσαμε στον κοντό.
Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφα- λώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε.
Να φύγομε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να σπάσομε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσομε να την κατεβάσομε.
Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ' τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Στη μέση είχε τον αγκυλωτό σταυρό και στην απάνω άκρη τον γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.
Με λύσσα την κόψαμε απ' το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ' τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε. Είχαν περάσει τρεις ώρες περίπου απ' την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ' αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων.
"Α! τώρα γελάστε και τραγουδείστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε", σκέφτηκα.
Κατεβήκαμε απ' το ίδιο μέρος. Για να την πάρομε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψομε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.
Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά σιγά, πηγαίνοντας σύρριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσομε καμιά γερμανική περίπολο. Όταν βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ' ένα δημόσιο ταμείο.
Στην αρχή σκέφτηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε. Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κυττούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή. Με τις απογευματινές εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Επήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ' το σιδερένιο κοντό και μας κατεδίκασαν ερήμην σε θάνατο (γιατί δεν μας ήξεραν). Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακροπόλεως.»






Το πρωί οι Αθηναίοι ξυπνούν και κοιτώντας προς τον Ιερό Βράχο , νιώθουν την καρδιά τους να χτυπά δυνατά. Το μισητό σύμβολο δεν υπάρχει πια .Και σε λίγες ώρες ο ενθουσιασμός θα γίνει ελπίδα μαθαίνοντας, ότι δεν πρόκειτα να ένα τυχαίο γεγονός, αλλά ότι υπάρχουν ακόμα Έλληνες, που αντιστέκονται.
Οι Γερμανοί, ντροπιασμένοι από την καταστροφή του εθνικού συμβόλου τους, θα προχωρήσουν σε άμεση κινητοποίηση τις διωκτικές αρχές. Οι δύο άγνωστοι δράστες επικυρήσσονται έναντι αδράς αμοιβής  και αργότερα καταδικάσονται ερήμην σε θάνατο από έκτακτο γερμανικό Στρατοδικείο. Από την οργή των Αρχών Κατοχής δεν θα γλιτώσει ούτε η ίδια η Φρουρά Ακροπόλεως, η οποία καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται αμέσως. Παρόλες, όμως , τις προσπάθειες των Κατακτητών η γνωστοποίηση των στοχείων των δύο δραστών δεν θα γίνει παρά μόνο μετά την Απελευθέρωση. Συγκεκριμένα, ο ελληνικός λαός έπρεπε να περιμένει μέχρι τις 25 Μαρτίου του 1945, ένα μήνα κοντά μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας, για να μάθει σε τότε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» τα ονόματα και τις φωτογραφίες των δύο παράτολμων νέων, οι οποίοι αν και πέρασαν αρκετές φορές από το κολαστήριο της Γκεστάπο στον οδό Μέρλιν, ποτέ δεν κατορθώθη να αναγνωριστούν ως οι δράστες αυτού του πρώτοι Ραπίσματος στον κατακτητή.





Ο εξευτελισμός της Γερμανικής σημαίας στην Ακρόπολη υπήρξε η πρώτη μεγάλη πράξη εθνικής Αντίστασης στην Κατεχόμενη Ευρώπη και σκόρπισε ρίγη ενθουσιασμού όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο, που έμαθε το γεγονός από το ραδιόφωνο. Περίφημη έχει μείνει η δήλωση του Γάλλου Στρατηγού Ντε Γκωλ, ο οποίος είχε αποκαλέσει τον Μανώλη Γλέζο, ως  τον «πρώτο Παρτιζάνο της Ευρώπης».