Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Σαν σήμερα, 28 Οκτωβρίου 1940

Έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου

Στην Κηφισιά, σ’ ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η όψη της, παλαιική, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο· τίποτ’ άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη, βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι. Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα, ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες. Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσα ανακοίνωση. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθιά γαλήνη της νύχτας, μακριά κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Μεταξά, δεν είχε ξεχωρίσει στο σκοτάδι τα χρώματα της σημαίας του αυτοκινήτου. Είχε κι αυτή λουρίδες κάθετες, λοιπόν τη νόμισε γαλλική. Είπε στον πρωθυπουργό πως τον ζητάει ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο της ώρας, πέρασε πάνω στο βαμπακερό νυχτικό του ένα βεστόνι σκούρο, κατέβηκε στον κήπο και πήγε να κοιτάξει από την πλαϊνή πόρτα, της οδού Κεφαλληνίας. Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε. Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.

Ο Γκράτσι, όταν ήτανε να ξεκινήσουν από την Αθήνα, για να μην προκαλέσει την προσοχή έστω και σε ώρα τόσο προχωρημένη, είχε σκεφτεί να μην πάρουν το μεγάλο, πρεσβευτικό αυτοκίνητο. Είχε διαλέξει το λιγότερο θεαματικό του Στρατιωτικού Ακολούθου. Οδηγούσε ο ίδιος ο Ακόλουθος, με πλάι του το διερμηνέα της Πρεσβείας, τον Ντεσάντο, έναν Αλβανό από χρόνια εγκατεστημένο στην Αθήνα, χρήσιμο για τη συνεννόηση με το σκοπό. Ο Μεταξάς έδωσε το χέρι του στον Γκράτσι και είπε στο χωροφύλακα ν’ αφήσει ελεύθερη τη διάβαση. Ο Στρατιωτικός Ακόλουθος με το διερμηνέα έμειναν στο δρόμο, ο πρωθυπουργός με τον πρεσβευτή πέρασαν την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκαν στο σπίτι. Μπήκανε σ’ ένα σαλονάκι με πολύ απλή επίπλωση, στο πρώτο πάτωμα, κάθισαν. Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι δήλωνε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο.
Ο Ιωάννης Μεταξάς άρχισε να διαβάζει.
(…)
Το κείμενο ήταν μακρύ. Αναμασούσε τις γνωστές, ασύστατες αιτιάσεις: Ελληνικές παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, συνεργασία μαζί του, εχθρικές πράξεις κατά της Ιταλίας, καταπιέσεις των Αλβανών της Τσαμουριάς, ό,τι μπόρεσε να στρατολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου. Απαιτούσε να μπούνε στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά σημεία, για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της. Αν συναντήσουν αντίσταση, η αντίδραση αυτή “θα καμφθεί διά όπλων”.
Ο Γκράτσι στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια μ’ έντονο -αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν υγρά. Αυτό -εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν ήτανε συγκινημένος. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική κι επίσημη. Το βάρος της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν του Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του. Είναι ολοφάνερο πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθιά φωνή της εθνικής ψυχής. Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα, είπε:

-Alors, c’ est la guerre. Ώστε, λοιπόν, πόλεμος.
Ταραγμένος ο Γκράτσι, προσπάθησε να μετριάσει την εντύπωση, να εξηγήσει. Ισχυρίστηκε πως αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο: Η ιταλική  κυβέρνηση, απεναντίας, είχε την ελπίδα πως η ελληνική κυβέρνηση θ’ αποδεχόταν αυτά που της ζητούσε η διακοίνωση, θ’ άφηνε να μπουν τα ιταλικά στρατεύματα. Η κίνηση τους θ’ άρχιζε στις 6 το πρωί.
-Αυτό δεν μπορεί να γίνει, είπε ο Μεταξάς. Και πώς φανταζόσαστε, ακόμα κι αν υποτεθεί πως θα είχα την πρόθεση να συγκατατεθώ, πράγμα που αποκλείεται, ότι θα προλάβαινα μέσα σε τρεις ώρες να ξυπνήσω τον βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργό των Στρατιωτικών, τον Αρχηγό του Επιτελείου, να βάλω σε κίνηση όλες τις τηλεγραφικές υπηρεσίες του Στρατού, να δώσω στα τμήματα των συνόρων τις αναγκαίες οδηγίες;
Το υποκριτικό και βάναυσο αδιέξοδο, που ήταν κι ο αντικειμενικός σκοπός του τελεσιγράφου, υπογραμμιζόταν από τον Έλληνα πρωθυπουργό για να γίνει κατάφωρη η κακοπιστία εκείνων που το συνέταξαν. Ο Γκράτσι, εκτεθειμένος άσχημα, δοκίμασε να παρατηρήσει πως το πράγμα δεν τους φαινόταν και τόσο αδύνατο, ζήτησε να υποδείξει τρόπους, μέτρα.
-Και ποια είναι αυτά τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνηση σας; ρώτησε ο Μεταξάς
-Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, Εξοχότατε. Δεν μ’ έχουν πληροφορήσει σχετικώς.
-Ώστε βλέπετε πως πρόκειται για πόλεμο. Η ευθύνη θα βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. Ήξερες κάλλιστα πως το μόνο που επιθυμούσε η Ελλάς ήτανε να παραμείνει ουδετέρα. Ήξερε όμως και πως είμασταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουμε απέναντι σ’ οποιονδήποτε το εθνικό μας έδαφος.

Ο Γκράτσι σηκώθηκε.
-Διατηρώ την ελπίδα, είπε, πως θα λάβετε υπ’ όψη σας τη διαβεβαίωση της διακοινώσεως ότι η ιταλική κυβέρνησις δεν επιβουλεύεται τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Θα περιμένω την απάντησή σας, ως τις έξη, στην πρεσβεία.
Ο Μεταξάς δεν αποκρίθηκε. Με αξιοπρέπεια, άφησε τον πρεσβευτή να καταλάβει πως η συνομιλία είχε τελειώσει. Μόνο στην πόρτα του κήπου, κάτω, στο κατώφλι που είχανε δρασκελίσει μπαίνοντας ένα τέταρτο της ώρας πριν, είπε με βαρειά φωνή:
-Vous etes le plus forts. Έχετε τη δύναμη με το μέρος σας.
Τότε ο Γκράτσι ένιωσε ντροπιασμένος. Η ανανδρία που του είχαν αναθέσει να εκφράσει, του ανέβηκε μονομιάς στο πρόσωπο. Ο ηλικιωμένος αυτός άνθρωπος που στεκόταν εκεί μπροστά του και το έθνος του, είχανε προτιμήσει, την υπέρτατη ταύτη στιγμή, την οδό της θυσίας παρά την ατίμωση. Μ’ ευλάβεια υποκλίθηκε μπροστά στον Έλληνα πρωθυπουργό κι’ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο.
Ήταν η ώρα τρεις και τέταρτο. Κανονικά, σε δυόμιση ώρες περίπου έπρεπε ν’ αρχίσει η εισβολή. Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν είχε καιρό να χάνει. Ανέβηκε γρήγορα στο σπίτι του, πήρε το τηλέφωνο, ξύπνησε το Βασιλέα. Τον κατετόπισε σε ό,τι είχε συμβεί. Ύστερα ειδοποίησε τον Άγγλο πρέσβη. Ο Πάλλερετ απάντησε πως ανεβαίνει αμέσως στην Κηφισιά. Στο μεταξύ, ο Μεταξάς ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγο Παπάγο, τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού ναύαρχο Σακελλαρίου. Συνεκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο στο υπουργείο των Εξωτερικών. Στις τέσσερις παρά τέταρτο επεκοινώνησε τηλεφωνικώς με τους Έλληνες πρέσβεις στην Άγκυρα και το Βελιγράδι. Ο Άγγλος πρεσβευτής έφτασε στην Κηφισιά στις τέσσερις η ώρα. Ο Μεταξάς, του ανεκοίνωσε τα σχετικά με την επίδοση του τελεσιγράφου και ζήτησε την ενίσχυση της Αγγλίας στον άνισο αυτόν αγώνα που άρχιζε. Ο Πάλλερετ τον διαβεβαίωσε πως η Αγγλία θα τηρήσει την εγγύηση που είχε δώσει την άνοιξη του 1939 κι’ ότι θα ειδοποιήσει την κυβέρνησή του. Αμέσως ύστερα ο Μεταξάς κατέβηκε στην Αθήνα. Στις τεσσερεσήμιση έφτασαν στο υπουργείο των Εξωτερικών ο Γεώργιος Β’ με τον διάδοχο Παύλο. Μια ώρα αργότερα, άρχιζε η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.


Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Σαν σήμερα, 20 Οκτωβρίου 1941


Η σφαγή του Kragujevac

To Kragujevac, πόλη στην καρδιά της Σερβίας, στην περιφέρεια Shumadija, αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα του σύγχρονου σερβικού κράτους (1818).  Εκεί δημιουργήθηκε το πρώτο δικαστήριο (1820), το πρώτο θέατρο (1835) και ο πρώτος σταθμός ηλεκτρικού ρεύματος (1884). Ήταν επίσης η κοιτίδα της σερβικής στρατιωτικής βιομηχανίας (1853). Το 1941, η πόλη αριθμούσε 27.249 κατοίκους.
 
Στις 15 Οκτωβρίου,  οι δυνάμεις των εθνικιστών ανταρτών (cetnik) του Draza Mihailovic αιχμαλώτισαν μια γερμανική διμοιρία. Την επόμενη μέρα, ο διοικητής του 920ου γερμανικού συντάγματος έστειλε ένα τάγμα για να τους απελευθερώσει, όμως οι στρατιώτες έπεσαν πάνω σε ενέδρα των συνδυασμένων δυνάμεων του Τίτο και του Mihailovic. Δέκα από αυτούς σκοτώθηκαν και 26 τραυματίστηκαν. Ύστερα από αυτό το γεγονός, άρχισαν τα αντίποινα των Ναζί κατά του άμαχου πληθυσμού.
 
Στις 19 Οκτωβρίου, εκτελούνται 300 άμαχοι από τα γύρω χωριά. Όλοι οι δρόμοι από και προς το Kragujevac μπλοκάρονται. Ύστερα από έρευνες στα σπίτια της περιοχής, όλοι οι άρρενες από 16 ως 60 ετών συγκεντρώθηκαν στο τοπικό στρατιωτικό αρχηγείο για εξακρίβωση στοιχείων και ύστερα μεταφέρθηκαν σε καλύβες λίγο έξω από την πόλη. Συνολικά, μέχρι το απόγευμα, είχαν συγκεντρωθεί 10.000 άνδρες. Από αυτούς, 2.300 εκτελέστηκαν στις 20 Οκτωβρίου.
 
Καθ’ όλη τη διάρκεια της 20ης και 21ης του μήνα, γερμανικά αποσπάσματα εκτελούσαν τους κατοίκους της περιοχής. Κάποιοι στρατιώτες παρουσίασαν συμπτώματα εξάντλησης και μερικοί κατέρρευσαν από την ψυχολογική και συναισθηματική ένταση που τους προκαλούσε η μαζική δολοφονία. Οι Γερμανοί άφησαν μερικές εκατοντάδες ζωντανούς, έτσι ώστε να διαδώσουν τα νέα και να τρομοκρατήσουν τον υπόλοιπο πληθυσμό. Περίπου 600 άτομα έμειναν στην περιοχή Shumarica για τις επόμενες 4 μέρες, έτσι ώστε να θάψουν τους νεκρούς υπό την επίβλεψη των Ναζί.
 
Η γερμανική διοίκηση του Kragujevac ανακοίνωσε στις 21 Οκτωβρίου: «Για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη εκτελέστηκαν 100 κάτοικοι, για κάθε τραυματία 50 και πρώτα απ’ όλους, κομμουνιστές, ληστές και οι βοηθοί τους, συνολικά 2.300 άτομα.

Ωστόσο, το Kragujevac δεν ήταν η μόνη τραγωδία. Η πόλη Rudnik ισοπεδώθηκε, όπως και το Gornji Milanovac. Στο Kraljevo, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 1.736 αμάχους.,427 στα χωριά Meckovac, Grosnica και Milatovac και 2.950 ομήρους στις περιοχές Draginac και Loznica. Όλα αυτά στο πλαίσιο των αντιποίνων για τις δραστηριότητες των ανταρτών στις γύρω περιοχές. Οι εκτελέσεις στο Kragujevac έγιναν αδιακρίτως, απλοί πολίτες επιλέχθηκαν μόνο και μόνο για να εκπληρώσουν την αναλογία «100 Σέρβοι για κάθε νεκρό Γερμανό».
Η σφαγή στο Kragujevac είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ένοπλη αντίσταση των Σέρβων. Απ’ τη μία μεριά, ενίσχυσε την πεποίθηση του Mihailovic ότι θα έπρεπε να αποφεύγονται άμεσες επιθέσεις ενάντια στα κατοχικά στρατεύματα. Απ’ την άλλη, οι παρτιζάνοι του Τίτο, είχαν αντίθετη άποψη, αν και γνώριζαν τις απώλειες που προκαλούσαν τα αντίποινα των Ναζί. Καθοδηγούνταν από μια πολιτική ατζέντα, η οποία έθετε ως στόχο την κατάληψη εδαφών, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για το μεταπολεμικό κομμουνιστικό καθεστώς.

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Σαν σήμερα, 2 Οκτωβρίου 1944

Λήγει η εξέγερση της Βαρσοβίας


Η εξέγερση της Βαρσοβίας ήταν πιθανότατα η μεγαλύτερη επιχείρηση που οργανώθηκε και εκτελέστηκε από μια αντιστασιακή οργάνωση κατά τη διάρκεια του πολέμου. Διήρκησε δύο μήνες και έληξε με περίπου 200.000 νεκρούς και ολόκληρη την πόλη κατεστραμμένη. Ως προς την επίτευξη του στόχου της, η εξέγερση ήταν μια πλήρης αποτυχία, αλλά ως προς την ανάδειξη της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας του πολωνικού λαού, ήταν μια μεγάλη επιτυχία.

 
Την 23η Ιουλίου 1944, ο Κόκκινος Στρατός άρχισε τη μεγάλη εαρινή του επίθεση κατά μήκος της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας και των βαλτικών χωρών. Παρόλο που οι Γερμανοί είχαν προβλέψει πού θα χτυπήσουν οι Σοβιετικοί, δεν μπόρεσαν να αντιτάξουν αποτελεσματική άμυνα απέναντι τους. Η σοβιετική επίθεση είχε καλύψει περίπου 1.000 χιλιόμετρα μέσα σε 5 εβδομάδες, σ’ ένα μέτωπο πλάτους 400 χιλιομέτρων. Τις τελευταίες μέρες του Ιουλίου, οι Σοβιετικοί πλησίαζαν τα προάστια της Βαρσοβίας. Ο Χίτλερ διέταξε τους στρατιώτες του να υπερασπιστούν με κάθε κόστος την πόλη, αυτοί όμως βρίσκονταν σε δεινή θέση. Παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να σταματήσουν τους Σοβιετικούς στα προάστια της πόλης, σε μάχες που διεξήχθησαν από τις 30 Ιουλίου μέχρι τις 5 Αυγούστου.

Ο ερχομός των Σοβιετικών ενθάρρυνε τους Πολωνούς στη Βαρσοβία και έτσι η ηγεσία της Armia Krajowa, του μεγαλύτερου αντιστασιακού κινήματος, προσέγγισε την εξόριστη κυβέρνηση στο Λονδίνο ζητώντας την άδεια για να ξεκινήσει η εξέγερση, η οποία βρισκόταν στα σκαριά εδώ και μερικούς μήνες. Ο στρατηγός Κομορόφσκι, αρχηγός της A.K, πίστευε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή, καθώς είχε ενημερωθεί ότι οι Σοβιετικοί είχαν διασχίσει τον ποταμό Βιστούλα. Ωστόσο δεν γνώριζε τις ακριβείς λεπτομέρειες των μαχών που διεξάγονταν, όπως επίσης και τις επόμενες κινήσεις των Σοβιετικών. Η έναρξη της όλης επιχείρησης ορίστηκε για την 1η Αυγούστου. Κατά την έναρξη της εξέγερσης, η A.K αριθμούσε περίπου 12.000 μαχητές στην πόλη. Τα όπλα έφταναν για 4.000 από αυτούς. Οι δυνάμεις των Γερμανών αποτελούνταν από περίπου 20.000 άνδρες, της Βέρμαχτ, των SS και της Αστυνομίας. Επιπλέον, είχαν στη διάθεση τους άρματα μάχης, πυροβολικό και αεροσκάφη, απέναντι στα οποία οι Πολωνοί ήταν ανίσχυροι.
 
Στις 5 το πρωί της 1ης Αυγούστου, οι αντάρτες ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες, όμως από την αρχή κιόλας, τα πράγματα δεν έβαιναν καλώς. Οι Γερμανοί είχαν κινητοποιηθεί μέχρι το απόγευμα και έτσι οι άπειροι νεαροί Πολωνοί είχαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό που είχε οχυρωθεί, με το φως της ημέρας. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι περισσότεροι στόχοι δεν επιτεύχθηκαν. Η περισσότερη πρόοδος είχε σημειωθεί στο κέντρο της πόλης, όμως δεν ήταν αρκετή ώστε να ενωθούν οι εκεί μαχόμενοι με τα άλλα μέρη της εξεγερμένης πόλης. Σε κάποια προάστια (π.χ Zoliborz, Ochota), τα πράγματα πήγαιναν τόσο άσχημα, έτσι ώστε οι παρτιζάνοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στα δάση περιμετρικά της πόλης. Οι επιθέσεις στα αεροδρόμια Okecie και Bielany αποκρούστηκαν από τους Γερμανούς, όπως και αυτή στο ραδιοφωνικό σταθμό του Raszyn. Το πρώτο λοιπόν χτύπημα ήταν μερικώς μόνο επιτυχές. Μεγάλο μέρος της πόλης βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο των εξεγερμένων, αλλά ακόμα κι εκεί υπήρχαν ακόμη κάποιοι οχυρωμένοι θύλακες αντίστασης των ναζί.
 
Τόσο οι Πολωνοί, όσο και οι Γερμανοί είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες από την πρώτη κιόλας μέρα. Αλλά και οι δύο πλευρές λάμβαναν ενισχύσεις. Για τους Γερμανούς ήταν οι δυνάμεις που έρχονταν προς τα ανατολικά για να αντιμετωπίσουν τους Σοβιετικούς, ενώ για τους εξεγερμένους ήταν η υποστήριξη του πληθυσμού της πόλης και η εμπειρία που είχαν αποκτήσει ύστερα από πέντε χρόνια κατοχής.
 
Μέχρι τις 4 Αυγούστου, μεγάλες περιοχές (Śródmieście, Powiśle, Starówka, Wola, Żyrardów Mokotów) βρίσκονταν υπό πολωνικό έλεγχο. Όλες μαζί αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Ωστόσο, με το πέρασμα των ημερών, οι προμήθειες και τα πυρομαχικά λιγόστευαν. Οι Πολωνοί πίστευαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα περνούσε τον ποταμό για να τους βοηθήσει και ο Κομορόφσκι έστειλε μήνυμα στο Λονδίνο ζητώντας τη ρίψη εφοδίων από αέρος και την πίεση προς τους Σοβιετικούς έτσι ώστε να συνδράμουν τους εξεγερμένους. Διέταξε επίσης την παύση όλων των επιθετικών επιχειρήσεων, προκειμένου να εξοικονομηθούν πυρομαχικά. Έτσι άρχισε η αναμονή για τη σοβιετική αλλά και τη δυτική βοήθεια. Η δεύτερη μόνο έφτασε: πολωνικά αεροσκάφη έκαναν ρίψεις πολεμοφοδίων από βάσεις στην Ιταλία. Αυτή η βοήθεια δεν ήταν αρκετή, καθώς πολλές ρίψεις έγιναν σε εδάφη κατεχόμενα απ’ τους Γερμανούς και έτσι αυτή η επιχείρηση εγκαταλείφθηκε.
 
Η 5η Αυγούστου ήταν η αρχή των αποφασιστικών αντεπιθέσεων των Γερμανών. Το χτύπημα ήρθε απ’ την περιοχή Wola και μετά από τρεις μέρες σφοδρών μαχών, οι (περίπου 5.000) στρατιώτες της Βέρμαχτ λύγισαν την αντίσταση των (2.000 ελλιπώς εξοπλισμένων) αμυνομένων. Αυτό δημιούργησε μια σφήνα ανάμεσα στο Śródmieście και στο Stare Miasto, χωρίζοντας τον θύλακα των ανταρτών στα δύο. Την ίδια στιγμή, η άλλη γερμανική σφήνα στην περιοχή Mokotów-Ochota αποκρούστηκε από τους Πολωνούς, προστατεύοντας την περιοχή Śródmieście για περίπου μία εβδομάδα και αποτρέποντας μια πρόωρη κατάρρευση του μετώπου. Οι Γερμανοί σημείωσαν μικρή μόνο πρόοδο, καταλαμβάνοντας έναν από τους κύριους άξονες κατά μήκος του Βιστούλα. Μέχρι την 10η Αυγούστου, η ηγεσία της A.K γνώριζε το αποτέλεσμα της μάχης μεταξύ Σοβιετικών και Γερμανών και ότι οι πρώτοι δεν επρόκειτο να προελάσουν για να απελευθερώσουν τη Βαρσοβία. Μια διαταγή η οποία προέβλεπε την υποχώρηση των ανταρτών μπροστά στις γερμανικές επιθέσεις, ανακλήθηκε, για να μπορέσει να αποκατασταθεί οι επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων περιοχών της πόλης. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί άρχισαν να ξεσπούν την οργή τους στον άμαχο πληθυσμό. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως ανθρώπινες ασπίδες μπροστά στα χαρακώματα των ανταρτών. Ήταν πλέον φανερό ότι η μάχη εξελισσόταν σε έναν μακρύ και επίπονο αγώνα ανάμεσα στην ανδρεία και την αποφασιστικότητα απ’ τη μια και στην καλύτερη οργάνωση και αριθμητική υπεροχή απ’ την άλλη.
 
Μετά την πτώση του προαστίου Wola, η γερμανική επίθεση επικεντρώθηκε στην περιοχή Stare Miasto, όπου βρισκόταν ο μεγαλύτερος θύλακας των Πολωνών όπως επίσης και οι γέφυρες που οδηγούσαν στην άλλη όχθη του Βιστούλα. Η επίθεση ξεκίνησε στις 12 Αυγούστου και μετά από σκληρές μάχες, οι Πολωνοί αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Παράλληλα με αυτή την οπισθοχώρηση, εξαπέλυσαν μια αντεπίθεση για να επανενώσουν τις περιοχές Śródmieście και Stare Miasto, η οποία παρ’ ότι ανεπιτυχής, κατάφερε να απασχολήσει μέρος των γερμανικών δυνάμεων, αποσπώντας τους από την κύρια επίθεση τους. Τελικά, η περιοχή Stare Miasto πέρασε στον έλεγχο των ναζί. Στις 6 Σεπτεμβρίου, κατέλαβαν το Powiśle και οι επιθέσεις τους στην περιοχή Czerniaków περιόρισε τις θέσεις των Πολωνών σε ένα μικρό κομμάτι γης ανάμεσα στις περιοχές Wilanowska και Zagórna. Από τις 16 του μήνα οι αντάρτες δημιούργησαν κάποια προγεφυρώματα κοντά σε κάποιες γέφυρες στις περιοχές Czerniaków και Żoliborz, όμως μέχρι τις 22 οι Γερμανοί, με τη βοήθεια της 9ης Στρατιάς κατάφεραν να τα εξαλείψουν. Το επόμενο χτύπημα έγινε στο Mokotów, όπου οι Πολωνοί παραδόθηκαν στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ την ίδια κατάληξη είχαν οι μάχες στο Jaktorów και στο Żoliborz (29 και 30 του μήνα αντίστοιχα).
 
Αντιμετωπίζοντας άθλιες συνθήκες πλέον, η A.K άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς στις 30 Σεπτεμβρίου. Στις 2 Οκτωβρίου, υπογράφεται η παράδοση των πολωνικών δυνάμεων. Ο εκτοπισμένος πληθυσμός οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Prószków, απ’ όπου μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα εργασίας (και εξόντωσης) στην υπόλοιπη Πολωνία και τη Γερμανία. Το 80% της Βαρσοβίας ισοπεδώθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις. Οι απώλειες της μάχης που διήρκεσε 63 ημέρες ήταν πολύ μεγάλες: οι Πολωνοί παρτιζάνοι έχασαν περίπου 17.000 άνδρες (25.000 ήταν οι τραυματίες), οι νεκροί άμαχοι ανέρχονται σε 150.000 και οι Γερμανοί στρατιώτες σε 25.000. Τέλος, ο ρόλος που έπαιξαν οι Σοβιετικοί έχει αποτελέσει έκτοτε αντικείμενο συζητήσεων, ως ένα απ' τα κυριότερα θέματα σχετικά με την εξέγερση, καθώς υποστηρίζεται ότι δεν προήλασαν στην πόλη, αφού τους συνέφερε η καταστολή της και η αποδυνάμωση των Πολωνών.