Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Σαν σήμερα, 1η Μαΐου 1944

Η Ματωμένη Πρωτομαγιά του 1944




Η χώρα μας γνώρισε πολλές «ματωμένες» Πρωτομαγιές. Η πρώτη ματωμένη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα ήταν αυτή του 1924. Η συγκέντρωση διοργανώθηκε από το Εργατικό Κέντρο Αθήνας στην πλατεία Κοτζιά και πραγματοποιήθηκε παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης Παπαναστασίου. Ακολούθησαν επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, με συνέπεια να χάσει τη ζωή του ο εργάτης Σωτήρης Παρασκευαΐδης και δεκάδες άλλοι να τραυματιστούν.
Επόμενος σημαντικός σταθμός ο Μάης του 1936. Οι καπνεργάτες στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται από καιρό σε απεργιακές κινητοποιήσεις που πνίγηκαν στο αίμα. Σε μία από αυτές τις κινητοποιήσεις χτυπιέται βάναυσα και πέφτει νεκρός ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Η εικόνα της μάνας που σπαράζει πάνω από το άψυχο κορμί του συγκλονίζει και εμπνέει στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο τον Επιτάφιο, που γράφεται μέσα σε μία νύχτα και δημοσιεύεται την επόμενη μέρα στο Ριζοσπάστη της εποχής.
Ημερομηνία-σταθμός όμως για την Πρωτομαγιά στην Ελλάδα η 1η Μαΐου 1944, όταν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από τα γερμανικά πολυβόλα πέφτουν νεκροί 200 αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κομμουνιστές.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Στις 27 Απριλίου 1944 , στους Μολάους της Λακωνίας, αντάρτες του ΕΑΜ έστησαν ενέδρα σε πομπή τεσσάρων γερμανικών αυτοκινήτων, σκοτώνοντας ένα Γερμανό στρατηγό, τους επιτελείς του και το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς του. Τα αντίποινα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής ήταν σκληρότατα. Ο καταχτητής φρόντισε να κάνει αμέσως γνωστές τις προθέσεις του και με επίσημη ανακοινωσή του μέσω του κατοχικού τύπου και με τοιχοκόλληση από τοίχο σε τοίχο ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος Βάλτερ Σιμάνα έκανε γνωστά τα κάτωθι:
«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».
Ιδιαίτερα σκληρές οι προσταγές του Σιμάνα.
Κανείς δεν πήρε αψήφιστα αυτό το έγγραφο, πολύ περισσότερο οι αντιστασιακές οργανώσεις, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, που για μια ακόμη φορά καλούνταν να πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος για την επιλογή τους να οργανώσουν τη λαϊκή αντίσταση κατά του κατακτητή. Ετσι, μόλις γνωστοποιήθηκε η παραπάνω ανακοίνωση, ξεδιπλώθηκε μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση για την αποτροπή της σφαγής. «Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ - λέει ο Θ. Χατζής - κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ και καλούσαν το λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση. Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις, οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλιά. Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς το Ράλλη και το δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής. Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα. Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη. Ο αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του ''προσευχόταν'' για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων. Όταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες είπε: ''Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό!.."».
Ο Β. Μπαρτζιώτας (γραμματέας της ΚΟΑ του ΚΚΕ) δίνει τη δική του μαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες: «Στις 29 - 30 Απρίλη 1944, γράφει, γινόταν παράνομα η 4η Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ. Εκεί μάθαμε τη διαταγή για την εκτέλεση των 200 αγωνιστών. Η καταπληκτική αυτή είδηση - καθαρή δολοφονία και χιτλερική θηριωδία - κυκλοφόρησε σαν αστραπή στην Αθήνα. Οι πράκτορες των Γερμανών και οι αγγλόφιλοι ρίχνουν κιόλας το δηλητήριό τους:
- Τα βλέπετε; Οι αντάρτες σκοτώνουν τους Γερμανούς και αυτοί αμύνονται...
Διαφορετικά, όμως, σκεφτόταν ο ελληνικός λαός. Οι χιτλερικοί είναι εγκληματίες πολέμου, ήρθαν κατακτητές στην Ελλάδα, ληστεύουν και καταστρέφουν τη χώρα, σκοτώνουν αθώους ανθρώπους... Σ' αυτούς τους εγκληματίες μια απάντηση χωρεί.
- Θάνατος στους χιτλεροφασίστες κατακτητές! Πάλη μέχρι τη νίκη, την απελευθέρωση της Ελλάδας».
Συζητήσαμε στην Επιτροπή Πόλης - λέει Β. Μπαρτζιώτας - τη δυνατότητα να σώσουμε τους 200 συντρόφους μας. Την 1η του Μάη 1944, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ήταν στο πόδι και μαζί του ο λαός της ηρωικής Καισαριανής. Ήταν όμως αδύνατο να χτυπήσουμε τους Γερμανούς, που συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις. Οι πρώτες προσπάθειες που κάναμε μάς στοίχισαν πολύ ακριβά... Οι καμπάνες της Καισαριανής χτυπούσαν πένθιμα... και οι σύντροφοί μας έπεφταν ηρωικά από τις φασιστικές σφαίρες. Τραγουδούσαν όλοι μαζί τη Διεθνή, τον Εθνικό Ύμνο και ζητωκραύγαζαν για το ηρωικό ΚΚΕ. Φύγαμε πικραμένοι από τον τόπο του μαρτυρίου, γιατί δεν μπορέσαμε να σώσουμε τους συντρόφους μας. Μερικοί από μας κλαίγανε... δεν πειράζει, το κλάμα για αγαπητούς συντρόφους, που χρόνια ζούσαμε μαζί στην Ακροναυπλία, ξαλαφρώνει την καρδιά... μέσα μας όμως θέριευε η θέληση για αγώνα, να απελευθερώσουμε την πατρίδα, από το μίασμα του χιτλερικού φασισμού, να φκιάσουμε καινούρια Ελλάδα της δουλιάς και τη λευτεριάς».





Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ:
Πρωτομαγιά, 5 το ξημέρωμα. Τραγουδούσαν και χόρευαν οι μελλοθάνατοι, έφτυναν κατάμουτρα το χάρο. Δέκα αυτοκίνητα τους πρόσμεναν με προορισμό το Σκοπευτήριο. Σε χαρτάκια γραμμένα τα στερνά τους λόγια που τα πέταγαν κατά τη διαδρομή (λίγα απ’ τα σημειώματα εκείνων που αψήφησαν το θάνατο δημοσιεύονται κι εδώ).
Στις 10 το πρωί άρχισαν οι πολυβολισμοί που δεν καταλάγιασαν μέχρι τ’ απομεσήμερο. Οι Γερμανοί δέχτηκαν να μη γδυθούν οι εκτελεσμένοι που μεταφέρονταν στον τόπο της εκτέλεσης σε εικοσάδες. Αγγαρέψανε αρκετούς από τη γύρω περιοχή για να κουβαλούν τα άψυχα πτώματα και να τα πετούν στο αυτοκίνητο-σκουπιδιάρα.
Τρεις κλοιοί ήσαν που περίμεναν το Σκοπευτήριο. Στον τόπο εκτέλεσης ήσαν Γερμανοί των Ες-Ες. Έξω ακριβώς γερμανοτσολιάδες και παραέξω αστυφύλακες. Κατά τη μεταφορά των νεκρών με τα πέντε αυτοκίνητα-σκουπιδιάρες οι γερμανοτσολιάδες χόρευαν και τραγουδούσαν «εγώ είμαι ‘γω ευζωνάκι γοργό». Αχ, ρε τιμημένε τσολιά, πώς σου καταντήσανε την άξια στολή σου! Απ’ την άλλη, όμως, τα μάτια πολλών αστυφυλάκων ήσαν βουρκωμένα.
Από τις χαραμάδες των φορτηγών έτρεχε το αίμα. Στο χωμάτινο δρόμο το ρουφούσε η γης, αλλά στην άσφαλτο σχηματιζόταν ένα άλικο αιμάτινο ρυάκι σε μαύρο φόντο. Θυμιάζανε μερικές γυναικούλες κι άλλοι αφήνανε λίγα λουλούδια στις αραδιασμένες αιμάτινες γραμμές. Στο Γ’ Νεκροταφείο προσμένανε διακόσιοι τάφοι για να δεχτούν αυτούς που τραγούδαγαν τον εθνικό ύμνο την ώρα που τους εκτελούσαν. Κι εκεί έτρεξαν λίγοι γνωστοί και συγγενείς, ν’ αφήσουν μερικά λουλούδια και καυτά δάκρυα, σ’ όποιο τάφο βρίσκανε μπροστά τους, αφού δεν υπήρχανε απάνω γραμμένα ονόματα
Ο ΗΡΩΑΣ ΝΑΠΟΛΕΟΝ. ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ:
Την παραμονή της εκτέλεσης, οι δυνάμεις κατοχής πήγαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου και επέλεξαν τα θύματά τους. Στον κατάλογο των θυμάτων, με τον αριθμό 71, υπήρχε το όνομα του Ακροναυπλιώτη Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Επρόκειτο για ένα νέο άνθρωπο, καλλιεργημένο, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ψυχή των κρατουμένων του στρατοπέδου. Τους εμψύχωνε, τους βοηθούσε στην επικοινωνία με τους δικούς τους ανθρώπους και λόγω του ότι ήταν γνώστης της γερμανικής γλώσσας εκτελούσε και χρέη μεταφραστή για τους συντρόφους του, που ήταν υποχρεωμένοι να έρθουν σε επαφή με τον εχθρό. Τόσο πολύ σπουδαίος ήταν ο Ναπολέων, που είχε υποχρεώσει ακόμη και τους Γερμανούς να τον σέβονται.
Ναπολέων Σουκατζίδης, γράφει ο κατάλογος των μελλοθανάτων στον αριθμό 71. Ναπολέων Σουκατζίδης, ακούγεται από το στόμα εκείνου που έχει το μακάβριο έργο να διαβάσει τα ονόματα των αυριανών νεκρών. Και τότε επεμβαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου.
- «Οχι εσύ! Οχι εσύ Ναπολέων! Οχι εσύ!». Αλλά ο Σουκατζίδης δεν ήταν απ' αυτούς που θα μπορούσαν να ζήσουν σε βάρος των άλλων.
Η απάντησή του θα μείνει αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και ηρωισμού:
- «Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!».
Ο εχθρός δεν είχε σκοπό να κάνει τέτοια χάρη. Στο εκτελεστικό απόσπασμα έπρεπε να οδηγηθούν 200 κομμουνιστές. Ο Σουκατζίδης πήρε το δρόμο των συντρόφων του.
Ο Ναπολέων πήρε το δρόμο προς το θάνατο, κερδίζοντας να ζει αιώνια στις καρδιές του ελληνικού λαού σαν ένας από τους ήρωές του.
Οι 200 μελλοθάνατοι κομμουνιστές οδηγήθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής - στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», όπως το ονόμασε ο λαός αργότερα - το πρωί της Πρωτομαγιάς του '44. Εκεί τους χώρισαν σε εικοσάδες. Στην τελευταία εικοσάδα βάλαν τον Σουκατζίδη, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως μεταφραστή.
Η πρώτη εικοσάδα πήρε θέση απέναντι από τις κάννες των όπλων. Ο επικεφαλής των Γερμανών γύρισε προς τον Σουκατζίδη:
- Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτα να πούνε.
Ο Σουκατζίδης μεταφράζει. Και τότε με μια φωνή οι μελλοθάνατοι απαντούν:
- Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!
Στην επόμενη στιγμή θα τους θερίσουν τα πολυβόλα.



ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΜΕΝΩΝ
Λίγο πριν αντικρίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα, κατά τη μεταφορά τους στο Σκοπευτήριο, πολλοί από τους μελλοθάνατους κατάφεραν να γράψουν μερικές λέξεις στα δικά τους αγαπημένα πρόσωπα και να πετάξουν τα σημειώματα στους δρόμους της Αθήνας. Λέξεις γεμάτες ανθρωπιά, πόθο για τη ζωή, λέξεις γεμάτες ιδανικά.
ΛΥΚΟΥΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ 14 χρόνων, από την Καλλιθέα : «Πατέρα, με πηγαίνουν στην Καισαριανή για εκτέλεση με άλλους επτά κρατούμενους. Μη λυπάστε! Πεθαίνω για τη Λευτεριά και την Πατρίδα».
ΑΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΗΛΙΟΣ 22 χρόνων, από την Ηλεία :«Έτσι πεθαίνουν οι τίμιοι αγωνιστές. Πεθαίνω περήφανος. Ζήτω η Λευτεριά! Ζήτω ο ελληνικός λαός!
ΓΛΕΖΟΣ ΝΙΚΟΣ 22 χρόνων, από την Πάρο: «Αγαπητή μητέρα, σας φιλώ. Χαιρετισμούς. Σήμερα πάω για εκτέλεση πέφτοντας για τον ελληνικό λαό».
ΚΙΟΣΕΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ 19 χρόνων, από το Χαλάνδρι :«… Δεν τρέμω καθόλου, αλλά γράφω όρθιος. Αναπνέω για τελευταία φορά το μυρωμένο ελληνικό αέρα. Χαίρε Ελλάδα, πατρίδα ηρώων. Ζήτω η πατρίδα!»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΗΡΩ 17 χρόνων από την Αθήνα:«Υπομονή κι υπομονή, καρτέρι και καρτέρι, και τούτος ο Σεπτέμβριος τη Λευτεριά θα φέρει».
Σε ένα από τα τετράστιχά της, λίγο πριν εκτελεστεί.
ΛΑΜΠΡΙΝΙΔΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ «1-5-44. Αφήνω γεια σε όλους σας. Σας φιλώ όλους. Γεια σας για πάντα. Ζήτω η Ελλάς, ζήτω το ΕΑΜ!»
ΛΙΤΙΝΑΣ ΜΑΝΟΛΗΣ 28 χρόνων, από την Κρήτη: «Σήμερα το πρωί τουφεκιζόμεθα. Πέφτουμε για την πατρίδα, με γέλιο στα χείλη για τη Λευτεριά. Πέφτουμε για τη Λευτεριά. Να είστε περήφανοι».
ΜΑΚΡΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Από το Γύθειο :«Έχω πολύ, μα πάρα πολύ θάρρος και αντιμετωπίζω την κατάσταση γελαστός. Να είστε υπερήφανοι. Κρατήστε ψηλά-ψηλά τη σημαία και θάψτε τον αιμοβόρο φασισμό, ξένο και ντόπιο. Το σώμα μας ας γίνει ολοκαύτωμα για τη λαοκρατία, θυσιάζοντάς το στο βωμό της Λευτεριάς».
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ Δάσκαλος από την Αμαλιάδα:«Πεθαίνω για τη Λευτεριά».
ΜΑΡΙΑΚΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ Γεωπόνος από τα Χανιά:
«Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη Λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
ΜΠΟΥΡΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Από το Μελιγαλά: «… Σας φιλώ όλους. Ζήτω η Ελλάδα!»
ΟΡΦΑΝΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ 19 χρονών : «Αύριο, 16 Ιανουαρίου, θα με τουφεκίσουν. Ζήτω η γλυκιά μας Ελλάδα».
ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ ΜΗΤΣΟΣ Από την Αχαγιά Πάτρας :«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που γίνεται. Σφίξτε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ».
ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΡΟΥΣΟΣ Βουλευτής των Φιλελευθέρων, από τη Νεάπολη της Κρήτης. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ΕΑΜ : «… Θα προχωρήσω περήφανος, γιατί γεννήθηκα Έλληνας. Δυστυχώς, το βάρος αυτής της κληρονομιάς δεν το αισθάνονται όλοι. Στρέφομαι σε σας, διαλεχτοί μου για να σας επαναλάβω εκείνο που πολλές φορές σας έλεγα. Η ζωή μου ανήκει στην πατρίδα. Καμιά θυσία δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη όταν γίνεται για την Ελλάδα και καμιά κληρονομιά δεν είναι πιο μεγάλη από εκείνη που αφήνει ένας τίμιος θάνατος για την πατρίδα».
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Από την Καλλίπολη Θράκης: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα πως ούτε στιγμή δεν χάσαμε την πίστη για την τελική νίκη. Καμιά δύναμη δεν θα μπορέσει να τσακίσει το Κ.Κ.Ε. Θα νικήσει!»
ΣΙΡΜΠΑΣ ΚΩΣΤΑΣ 22 χρόνων, από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας :«… Έχετε γεια! Ζήτω η Ελευθερία! Ήταν γραφτώ να πεθάνω τον Απρίλη».
ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ Από την Κρήτη (καταγόταν από την Προύσα της Μικράς Ασίας) : «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να’ σαι περήφανος για το μοναχογιό σου. Γεια, γεια πατερούλη. Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρεψα πολύ, όσο και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σας κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά, όσο ζει. Γεια, γεια σου λατρευτή μου αδελφούλα».
ΣΙΝΑΝΟΓΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ Καταγόταν από τη Μικρά Ασία : «Αγαπημένοι μου γονείς, όταν θα λάβετε την παρούσα επιστολή μου, εγώ δεν θα είμαι πια ζωντανός. Δεν θα κλάψετε για μένα. Δεν θέλω δάκρυα και θρήνους. Εσείς ξέρετε, διότι πάντα σας το έλεγα, ότι εγώ δεν θα πεθάνω άρρωστος στο κρεβάτι, αλλά θα πεθάνω όρθιος, μαχόμενος, και από μπαρούτι. Έτσι και θα γίνει σε λίγες ώρες. Μη στεναχωριέστε καθόλου. Το εναντίον, πρέπει να είστε υπερήφανοι για μένα, που θυσιάζομαι στον αγώνα για τη πατρίδα και την ελευθερία».
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Από τα Μεγάλα Καλύβια Θεσσαλίας :«Αγαπητέ Νίκο, όταν θα πας στα Τρίκαλα, πέρνα από το χωριό μου και φίλα μου το γέρο μου. Οι κόποι του με έφεραν ως εδώ. Δεν ζηλεύω αυτούς που ζουν, μα αυτούς που θα ζήσουν σ’ ένα κόσμο ελεύθερο».
ΤΣΑΤΣΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ 24 χρόνων, από τη Λάρισα: «Αγαπημένες μου φίλες, συντρόφισσες στον αγώνα για την Ελευθερία, πεθαίνω άξια και τιμημένα, σαν Ελληνίδα. Όμως μη λυπάστε. Άλλες θα ξεφυτρώσουν μετά το θάνατό μου, χιλιάδες. Μανούλα, χάνεις μια κόρη που δεν σου ανήκει, γιατί ανήκει πριν απ’ όλα στην Ελλάδα. Με το θάνατό μου γίνονται κόρες σου όλες οι κόρες της Ελλάδας κι εσύ γίνεσαι μάνα όλου του κόσμου και όλων των λαών που πολεμούν για τη Λευτεριά, τη δικαιοσύνη και την ανθρωπότητα. Είμαι περήφανη, ώστε δεν περίμενα τέτοια τιμή να πεθάνω εγώ, ένα φτωχό κορίτσι του λαού, για ιδανικά τόσο ωραία και υψηλά. Θα ήθελα η εκτέλεση μου να γίνει σ’ ανοιχτό χώρο για να ρίξω μια τελευταία ματιά μου στον Όλυμπο και στα βουνά όπου κατοικεί η αξία κι η ελπίδα της Ελλάδας. Στον τάφο μου φέρνετε, αν μπορείτε, κόκκινα λουλούδια. Τίποτ’ άλλο. Και χτυπάτε με κάθε μέσο τη βαρβαρότητα».
ΤΣΙΡΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Από την Ήπειρο :«Γεια και χαρά! Σας φιλώ όλους με πολλή αγάπη». «Πρωτομαγιά. Γεια σας όλοι, πάμε για μάχη».
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ : «Η βραδιά πέρασε όλο με τραγούδια πατριωτικά. Γλυκιά μου μάνα, φεύγω. Το κορμί μου πια δεν υπάρχει. Μην κλαις, ηρωικιά Ελληνίδα. Άσε τα δάκρυα. Γέρο, κουράγιο. Σφίξε τα δόντια. Σπύρο… άγριε! Να κάθεσαι ήσυχα και ξέρε ότι οι τσολιάδες με σκοτώνουν μια, κι ήθελες και συ να γίνεις τέτοιος… Θάρρος, κουράγιο! Πεθαίνω και βλέπω τη Λευτεριά να γλυκοχαράζει».



Ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του “Τότε που ζούσαμε” γράφει για την ομαδική αυτή εκτέλεση:
«Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν… Ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ’ αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει.»
Και για να κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα στους 200 ήρωες της 1ης Μαίου του 1944 θα παραθέσουμε παρακάτω το πώς περιγράφει το «Βδομαδιάτικο Δελτίο της Σκλαβιάς και Πάλης της Αθήνας» την θυσία τους: “1η Μαίου 1944:
Διακόσια παλληκάρια έδωσαν τη ζωή τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα της Καισαριανής .Ήταν τα θύματα της 4ης Αυγούστου. Οι Ακροναυπλιώτες. Τους είχαν παραδώσει στους Γερμανούς ο Βασιλιάς, φεύγοντας από την Ελλάδα. Δεν μπόρεσε να μην κάνει και αυτήν την προδοσία.
Πέθαναν με τον ίδιο ηρωισμό, με την ίδια αυταπάρνηση που αντιμετώπισαν τα 8 χρόνια της φυλακής τους. Πέθαναν ζητωκραγαύζοντας για την λευτεριά και για την πατρίδα. Με τραγούδια πέρασαν την τελευταία τους νύχτα ανάμεσα σε άλλους κρατούμενους, που τους θαύμαζαν και τους αγαπούσαν. Με τραγούδια αποχαιρέτησαν τα αδέρφια τους στο Χαιδάρι. Τραγουδώντας πέρασαν τους δρόμους μέχρι την Καισαριανή.
Σημειώματα πετούσαν από τα αυτοκίνητα για τους δικούς τους. Τα τελευταία λόγια τους ήταν για την Πατρίδα και την Λευτεριά. Δίνανε κουράγιο και δύναμη σε αυτούς που μένανε πίσω.
Όσοι τους βλέπανε νόμιζαν πως πάνε σε πανηγύρι. Το μίσος για τους δολοφόνους, ο θαυμασμός για τα παλληκάρια αυτά ανακατεύονταν με την θλίψη για τον χαμό τους στην ψυχή του αθηναικού λαού. Όσοι τους παρακολούθησαν ως την τελευταία τους στιγμή είδαν τους ανθρώπους με την απέραντη πίστη στα ιδανικά της Λευτεριάς  που θυσιάζονται για αυτά με την πεποίθηση πως η θυσία τους θα στεριώσει και για τους άλλους. 
Τους έφεραν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τους χώρισαν σε εικοσάδες. Μια πίσω από την άλλη. Τα αυτοκίνητα περίμεναν πλάι να πάρουν τα πτώματα. Οι πρώτοι πήρανε τις θέσεις τους. Ο Διερμηνέας, ο θρυλικός Ναπολέων Σουκατζίδης, διατάχθηκε:
«Ρωτησέ τους αν έχουν τίποτα να πουν»( Είχαν)
 -Ζήτω η Λευτεριά . Ζήτω η Ελλάς!
 -Τίποτε άλλο;
 -Όχι. Τίποτε άλλο.
Το σύνθημα δώθηκε . Είκοσι Παλληκάρια θερίζονται με μιας……
 -Η δεύτερη εικοσάδα  να προχωρήσει, μεταφράζει ο διερμηνέας και. Γυρίζοντας δακρυσμένος προς το μέρος τους, τους  λέει γλυκά, μαλακά σαν για να τους χαιδέψει για τελευταία φορά….
 -Εσείς φίλοι είναι η διαταγή να φορτώσετε τα πτώματα σε τούτο το αυτοκίνητο…
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η ματιά τους είχε μια λάμψη…Σιμώνουν στα πεσμένα κορμιά, που σπαράζουν ζωντανά ακόμα τα περισσότερα. Γονατίζουν. Στοργικά παίρνουν το κεφάλι τους στα δυο τους χέρια, το προσκυνούν, το χαιδεύουνε και με όλη τους  την προσοχή και την προφύλαξη τους μεταφέρουνε σαν αρρώστους στο τελευταίο τους κρεβάτι…”

                      Κώστα Βάρναλη :
                 
                   Πρωτομαγιά του 1944
                           (απόσπασμα)

Ήτανε πρώτη του Μαγιού , φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
Που αράδιασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
Και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
Όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλληκάρια.

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
Μόνο ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’όλους
Κι από το χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.

Κι είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου