Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Σαν σήμερα, 1 Σεπτεμβρίου 1939

Εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία.


Η Πολωνία είχε ξαναγίνει ανεξάρτητο κράτος μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας, της Ρωσίας και της Γερμανίας. Έπειτα από τον Πολωνο-σοβιετικό πόλεμο του 1919-20, η Πολωνία αναγκάστηκε να βασιστεί στις δικές στις δυνάμεις, καθώς η βοήθεια των Δυτικών Συμμάχων της έφτανε με καθυστέρηση. Εξαιτίας του προαναφερθέντος πολέμου αλλά και των προσπαθειών της Ε.Σ.Σ.Δ να διεισδύσει στη χώρα, οι πολωνικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί σχεδιασμοί επικεντρώθηκαν στην αναμέτρηση με τους Σοβιετικούς. Η σχέση της Πολωνίας με την Γερμανία καθοριζόταν από τη συμμαχία της πρώτης με τη Γαλλία, αλλά οι τσεχο-πολωνικές σχέσεις παρέμεναν ουδέτερες. Το πρόβλημα για τους Πολωνούς ήταν η γαλλική πολιτική αστάθεια, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αναποφασιστικότητα και την αναβλητικότητα σχετικά με τους ανατολικούς συμμάχους της. Καθώς λοιπόν οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, η γαλλική πολιτική απέναντι στην Πολωνία (αλλά και στους άλλους συμμάχους της) άλλαζε.


Οι Γερμανοί στρατιωτικοί ηγέτες προετοιμάζονταν για τον πόλεμο με την Πολωνία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Στόχος ήταν η ανάκτηση των εδαφών της Πομερανίας, της Σιλεσίας, του Πόζναν και της ελεύθερης πόλης του Ντάντσιχ. Ωστόσο, οι περιορισμοί της συνθήκης των Βερσαλλιών και η αδυναμία στο εσωτερικό της Γερμανίας έκαναν την πραγματοποίηση αυτών των σχεδίων αδύνατη. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 σήμανε την αυξανόμενη επιθυμία της Γερμανίας να ανακτήσει χαμένα εδάφη, καταστρέφοντας την ανεξάρτητη Πολωνία. Παρ’ όλα αυτά, το 1934 οι δύο χώρες υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης, δίνοντας στην καθεμία χώρο και χρόνο για να προετοιμάσει τις επόμενες κινήσεις της. Καθώς  η ισχύς της Γερμανίας αυξανόταν και ο Χίτλερ άρχιζε να γίνεται απειλητικός, η συμμαχία των Γάλλων και των Πολωνών άρχισε να αναθερμαίνεται.
Μετά την παραβίαση της συνθήκης του Μονάχου απ’ τον Χίτλερ, η Πολωνία έλαβε εγγυήσεις γαλλικής αλλά και αγγλικής στρατιωτικής βοήθειας. Τον Μάρτιο του 1939, ο Χίτλερ άρχισε να απαιτεί από την Πολωνία την επιστροφή των εδαφών του «Πολωνικού Διαδρόμου», την παραχώρηση των δικαιωμάτων της στο Ντάντσιχ και την προσάρτηση της πόλης στη Γερμανία. Οι Πολωνοί απέρριψαν κατηγορηματικά αυτές τις προτάσεις. Καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, και οι δύο πλευρές ετοιμάζονταν για πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά, ο Χίτλερ άλλαξε πάλι τα δεδομένα τον Αύγουστο του 1939, συνάπτοντας το σύμφωνο μη-επίθεσης με τους Σοβιετικούς, το οποίο περιείχε επίσης μυστική συμφωνία για το διαμελισμό της Πολωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες.


Η στρατηγική θέση της Πολωνίας το 1939 ήταν επισφαλής, αλλά όχι απελπιστική. Ο γερμανικός έλεγχος της Σλοβακίας επεξέτεινε ακόμα περισσότερο το ήδη υπερβολικά μεγάλο σύνορο της και έτσι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Πολωνία σχεδόν από κάθε κατεύθυνση. Ωστόσο, η μεγαλύτερη αδυναμία της Πολωνίας ήταν η έλλειψη μιας μοντέρνας στρατιωτικής μηχανής. Η Πολωνία ήταν ένα φτωχό, αγροτικό κράτος, χωρίς σημαντική βιομηχανία. Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων, τα μεγέθη των άλλων μεγάλων χωρών, όπως της Γερμανίας και της Ε.Σ.Σ.Δ ήταν σημαντικά μεγαλύτερα. Επιπλέον, η πολωνική ηγεσία ήταν δέσμια των πολιτικών ταραχών καθυστέρησης στην ανάπτυξη μιας μοντέρνας στρατηγικής σκέψης και διοίκησης. Η ηγεσία βρισκόταν στα χέρια του στρατηγού Edward Smigly-Rydz, ενός ικανού διοικητή, που όμως δεν είχε την εμπειρία να διοικήσει έναν σύγχρονο στρατό. Κατά τ’ άλλα, υπήρχαν κι άλλοι ικανοί αξιωματικοί και η πολωνική αεροπορία ήταν αρκετά ισχυρή. 

Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Πολωνίας ήταν η κατασκοπεία της. Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’30, μια ομάδα μαθηματικών κατάφεραν να σπάσουν τον στρατιωτικό κωδικό της υποτιθέμενα απροσπέλαστης γερμανικής μηχανής Enigma. Μέχρι την έναρξη του πολέμου, οι Πολωνοί μπορούσαν να υποκλέψουν περίπου 10% των μηνυμάτων της Βέρμαχτ και της Λούφτβαφε και την 1η Σεπτεμβρίου, η ανώτατη διοίκηση γνώριζε τη θέση του 90% των γερμανικών δυνάμεων στο μέτωπο. Το πολωνικό πολεμικό δόγμα έδινε έμφαση στους ελιγμούς και όχι τόσο στην στατική άμυνα, εκτός από μερικά μόνο σημεία. Όμως η ικανότητα ελιγμών των Πολωνών ήταν σαφώς μικρότερη από αυτή του μηχανοκίνητου γερμανικού στρατού.


Υπάρχει μέχρι και σήμερα ο μύθος σχετικά με τη χρήση του πολωνικού ιππικού στον πόλεμο, κυρίως λόγω την ναζιστικής προπαγάνδας η οποία ενσωματώθηκε στη δυτική ιστοριογραφία. Περίπου το 10% του πολωνικού στρατού αποτελούσε το ιππικό, ποσοστό μικρότερο απ’ αυτό του αμερικανικού στρατού την ίδια περίοδο. Η Πολωνία είχε περισσότερα τανκς από την Ιταλία, μια χώρα με αρκετά ανεπτυγμένη βιομηχανία. Το ιππικό χρησιμοποιήθηκε ως κινητό πεζικό και σχεδόν ποτέ έφιππο. Είχε προσελκύσει νεοσύλλεκτους υψηλού επιπέδου που εκπαιδεύονταν μαζί με τα τεθωρακισμένα, αποκτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη μαχητική ικανότητα κατά των αρμάτων μάχης απ’ ότι οι αντίστοιχες μονάδες πεζικού. Προοριζόταν επίσης για οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση με την Ε.Σ.Σ.Δ στα δασώδη, βαλτώδη, αλλά και ορεινά εδάφη της ανατολικής Πολωνίας.

Ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος της Πολωνίας ήταν να πάρει με το μέρος της τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία. Η αμυντική στρατηγική της χώρας βασιζόταν στο εξής σχέδιο: Μια υποχώρηση στο νοτιοανατολική Πολωνία, το επονομαζόμενο «Ρουμανικό προγεφύρωμα», όπου θα είχαν συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός εφοδίων και εφεδρειών. Ο στρατός θα αμυνόταν σ’ αυτά τα κατάλληλα εδάφη βορείως των ουγγρικών και ρουμανικών συνόρων. Αν όλα πήγαιναν καλά, μια Αγγλο-γαλλική αντεπίθεση στα δυτικά θα μείωνε τη γερμανική πίεση και οι Πολωνοί θα μπορούσαν να ανεφοδιαστούν πιο άνετα μέσω της Ρουμανίας. Η πολιτική του Χίτλερ όμως, ανάγκασε τους Πολωνούς να ματαιώσουν αυτό το σχέδιο. Φοβούμενοι ότι οι Γερμανοί θα επιχειρούσαν να καταλάβουν το Ντάντσιχ και με αυτή την κίνηση να τερματίσουν γρήγορα τον πόλεμο, οι πολωνικές δυνάμεις ανασυντάχθηκαν κοντά στα σύνορα, για να εξασφαλίσουν ότι μια ενδεχόμενη σύγκρουση θα εξελισσόταν σε μείζον πολεμικό γεγονός. Έτσι, οι Σύμμαχοι δεν θα μπορούσαν να αθετήσουν τους όρους της συμφωνίας τους.


Από τη μεριά τους, οι Γερμανοί σκόπευαν να πετύχουν ένα αστραπιαίο χτύπημα για να διαλύσουν την Πολωνία μέσα σε δύο εβδομάδες, εξαπολύοντας επιθέσεις με τεθωρακισμένα κατά μήκος δύο κύριων οδών: Lodz-Piotrkow-Warsaw και από την Πρωσία κατά μήκος του ποταμού Narew προς την ανατολική Μασοβία. Με τις δευτερεύουσες επιθέσεις στο νότο και στο βορρά, σκόπευαν να αποκόψουν τις πολωνικές δυνάμεις στη βόρεια και τη δυτική Πολωνία και να προελάσουν προς την πρωτεύουσα. Επιπλέον, για να αποτρέψει τη Γαλλία απ’ το να μπει γρήγορα στον πόλεμο, ο Χίτλερ επισκέφθηκε τον Αύγουστο του 1938 το West Wall στα γαλλογερμανικά σύνορα για να επιβλέψει την κατασκευή των οχυρώσεων. Η ναζιστική προπαγάνδα χρησιμοποίησε το γεγονός για να προωθήσει την εικόνα μιας αξεπέραστης αμυντικής γραμμής με σκοπό να εκφοβίσει τους Γάλλους σχετικά με μια μέλλουσα αναμέτρηση.

Θεωρητικά τουλάχιστον, ολόκληρος ο στρατός της Πολωνίας, σε πλήρη κινητοποίηση, θα αριθμούσε περίπου 2,5 εκατομμύρια άνδρες. Εξαιτίας όμως της πίεσης των Συμμάχων και της κακοδιοίκησης, μόνο 600,000 βρίσκονταν στις θέσεις τους για να αντιμετωπίσουν τη γερμανική εισβολή. Το τυπικό πολωνικό πεζικό ήταν σχεδόν ισάριθμο με αυτό των Γερμανών, αλλά πιο αδύναμο σε ότι αφορά τα αντιαρματικά όπλα, το πυροβολικό και τις μεταφορές. Οι Πολωνοί διέθεταν 30 ενεργές, 7 εφεδρικές μεραρχίες μαζί με 12 ταξιαρχίες ιππικού. Αυτές οι δυνάμεις ενισχύονταν από ειδικά εκπαιδευμένες ομάδες συνοριοφυλάκων και από την εθνοφρουρά. Από την άλλη μεριά, οι γερμανικές δυνάμεις, με δύο σώματα στρατού αποτελούμενα από πέντε στρατιές, παρέταξαν περίπου 1,8 εκατομμύρια άνδρες, μαζί με 2.600 (έναντι στα 180 πολωνικά) άρματα μάχης και 2,000 (420 τα πολωνικά) αεροσκάφη, μαζί με μια σλοβακική ταξιαρχία.

Οι ένοπλες συγκρούσεις είχαν αρχίσει να πυκνώνουν από τον Αύγουστο ακόμα του 1939, όταν η Abwehr (υπηρεσία πληροφοριών του γερμανικού στρατού) επιχειρούσε να διεισδύσει στα πολωνικά σύνορα και ερχόταν αντιμέτωπη με τους Πολωνούς συνοριοφύλακες. Αυτές οι συγκρούσεις ανησύχησαν τους Γάλλους, οι οποίοι καλούσαν τους Πολωνούς να σταματήσουν να «προκαλούν» τον Χίτλερ. Οι πολωνικές δυνάμεις είχαν κινητοποιηθεί μόνο μερικώς το καλοκαίρι του 1939. Η πλήρης κινητοποίηση αναμενόταν στα τέλη Αυγούστου, αλλά αναβλήθηκε ύστερα από την επιμονή των Γάλλων. Τελικά, αυτή ίσχυσε στις 30 του μήνα, κι έτσι την 1η Σεπτεμβρίου, μόνο το 1/3 του πολωνικού στρατού ήταν ετοιμοπόλεμο.

Όταν ο Χίτλερ συγκέντρωσε τους στρατηγούς του, τους διέταξε να «σκοτώσουν χωρίς έλεος κάθε Πολωνό, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και καταγωγής. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσουμε τον ζωτικό χώρο που χρειαζόμαστε». Γι’ αυτό το λόγο τα γερμανικά «τάγματα θανάτου» (Einsatzgruppen) θα ακολουθούσαν το κύριο σώμα στρατού, εκτελώντας τους αιχμαλώτους και όσους τυχόν προσπαθούσαν να οργανώσουν αντίσταση.

Η εισβολή ξεκίνησε στις 4.45 π.μ, όταν το πολεμικό πλοίο Schleswig-Holstein που βρισκόταν προσαραγμένο στο λιμάνι του Ντάντσιχ για μια «εποπτική επίσκεψη» κοντά σε έναν πολωνικό στρατιωτικό σταθμό, φρουρούμενο από μια μικρή δύναμη 200 Πολωνών, άνοιξε πυρ με τα τεράστια κανόνια του εναντίον της πολωνικής προφυλακής. Ακολούθησαν επιθέσεις και μέσα στην πόλη, από άνδρες των SS. Τα ναζιστικά στρατεύματα άρχισαν να επιτίθενται κατά μήκος των συνόρων: στο βορρά, προς τον «Πολωνικό Διάδρομο», στη νότια και κεντρική Πολωνία, με αιχμή του δόρατος μηχανοκίνητες μονάδες με κατεύθυνση το Lodz και την Κρακοβία. Από αέρος, τα γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν να σκορπούν τον τρόμο βομβαρδίζοντας πόλεις και χωριά. Οι μάχες ήταν πολύ άγριες και η αντίσταση των Πολωνών σθεναρή και σε κάποια σημεία αποτελεσματική, αλλά η γερμανική πολεμική μηχανή ήταν σαφώς ανώτερη. Η αποτελεσματικότητα των μηχανοκίνητων μονάδων των Γερμανών έγκειται στο γεγονός ότι λόγω της ταχύτητας τους, μπόρεσαν να αποκόψουν και να απομονώσουν τα πολωνικά στρατεύματα, εξολοθρεύοντας τα στη συνέχεια.

Στις 11.15 της 3ης Σεπτεμβρίου, ύστερα από δύο ημέρες καθυστέρησης και όταν πλέον δεν μπορούσαν να υποβαθμίζουν ή να αγνοούν (λόγω της εμμονής τους στην πολιτική του κατευνασμού) τη σοβαρότητα της κατάστασης, οι Βρετανοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία. Μετά από λίγες ώρες, ακολούθησαν οι Γάλλοι. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αδράνεια των Συμμάχων, οι οποίοι έχασαν την ευκαιρία που τους δόθηκε να επιτεθούν στη Γερμανία απ’ τα δυτικά και να καταφέρουν ένα σημαντικό πλήγμα, την ώρα που το μεγαλύτερο ποσοστό των στρατευμάτων της πολεμούσε στην Πολωνία. Υποθετικά, μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία του πολέμου, από την αρχή του κιόλας. Παρόλο που τα νέα για την είσοδο της Γαλλίας και της Βρετανίας τον πόλεμο ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστα για τους Πολωνούς, δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσουν τα ρήγματα που είχαν δημιουργήσει τα ναζιστικά στρατεύματα. Μέχρι τα μέσα του μήνα, οι απώλειες των Πολωνών ήταν πολύ μεγάλες, ενώ οι Ναζί είχαν καταλάβει περίπου τη μισή χώρα. Παρ’ όλα αυτά, η αντίσταση των Πολωνών δυνάμωνε, προξενώντας σημαντικές απώλειες και στους Γερμανούς. Οι λιγοστές όμως ελπίδες της Πολωνίας εξανεμίστηκαν όταν στις 17 Σεπτεμβρίου ο Κόκκινος Στρατός πέρασε τα ανατολικά σύνορα της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου