Βομβαρδισμός της Δρέσδης
Ύστερα από την κατάληψη της ηπειρωτικής Ευρώπης από τους Ναζί και μέχρι τις αποβάσεις στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) και τη Νορμανδία (Ιούνιος 1944), ο μόνος τρόπος να πληγεί η κυριαρχία της Γερμανίας στην κατεχόμενη ήπειρο ήταν από αέρος.
Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον πόλεων δεν ήταν καινούργιο φαινόμενο. Ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βρετανία είχε βομβαρδιστεί από γερμανικά Ζέπελιν. Η εξέλιξη όμως της τεχνολογίας των αεροσκαφών αναβάθμισε τον ρόλο των βομβαρδισμών. Ακόμα και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δήλωσε: « Η υπέρτατη προσπάθεια μας πρέπει να είναι να πετύχουμε συντριπτική κυριαρχία στον αέρα. Τα μαχητικά είναι οι σωτηρία μας, αλλά τα βομβαρδιστικά μπορούν να μας παρέχουν τα μέσα για τη νίκη». Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν, βομβαρδιστικά όπως το βρετανικό Lancaster μπήκαν στον πόλεμο αδειάζοντας τα τεράστια φορτία τους κατά κύματα σε ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές. Παρόλο που η έλλειψη ακρίβειας αυτών των αποστολών προκάλεσαν καταστροφές σε μη στρατιωτικούς στόχους, οι Σύμμαχοι πίστευαν ότι ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Κάποιοι χρησιμοποίησαν σκόπιμα αυτή την τακτική, όπως ο Διοικητής Βομβαρδιστικών της RAF, Άρθουρ Χάρις. Σκόπευε μέσω των βομβαρδισμών να κλονίσει το ηθικό των Γερμανών πολιτών, αν και οι ενέργειες του έγιναν αντικείμενο διαμάχης μεταπολεμικά, καθώς κατηγορήθηκε για τρομοκρατία μέσω αυτών των επιχειρήσεων.
Στις αρχές του 1945, οι αξιωματούχοι των Συμμάχων συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν το σχέδιο “Thunderclap”, το οποίο προέβλεπε τον στρατηγικό βομβαρδισμό της Γερμανίας, με σκοπό να βοηθηθεί η προώθηση των Σοβιετικών δυνάμεων στα ανατολικά. Τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού θα επωφελούνταν από τη σύγχυση που θα ακολουθούσε τον βομβαρδισμό των μεγάλων πόλεων της ανατολικής Γερμανίας καθώς θα δυσχεραινόταν η μετακίνηση γερμανικών ενισχύσεων από τη δύση προς το Ανατολικό Μέτωπο. Στις 27 Ιανουαρίου του 1945, καθώς η συμμαχική αντικατασκοπεία είχε πληροφορίες για την μετακίνηση περίπου 500,000 ανδρών, η διοίκηση της RAF έστειλε στον Τσόρτσιλ την πρόταση για τον βομβαρδισμό μεγάλων πόλεων όπως το Βερολίνο, η Δρέσδη και η Λειψία. Οι αποκρυπτογραφήσεις μηνυμάτων του κωδικού Enigma επιβεβαίωσαν τις κινήσεις των γερμανικών ενισχύσεων προς ανατολάς.
Οι προτεραιότητες της RAF ήταν οι εξής:
1) Πόλεις με παραγωγή καυσίμων.
2) Πόλεις που θεωρούνταν συγκοινωνιακοί κόμβοι και βιομηχανικά κέντρα.
3) Πόλεις με εργοστάσια που παρήγαγαν άρματα μάχης, αυτόματα όπλα και κινητήρες αεροπλάνων.
Η Δρέσδη, πρωτεύουσα του κρατιδίου της Σαξονίας, πολιτιστικό κέντρο με διάσημα αξιοθέατα, όπως η Frauenkirche, ήταν γνωστή ως η Φλωρεντία του Έλβα. Ο πληθυσμός της πόλης είχε αυξηθεί εκείνη την περίοδο, λόγω των προσφύγων που κατέκλυσαν την πόλη καθώς οι Σοβιετικοί πλησίαζαν απ’ τα ανατολικά. Οι περισσότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για πάνω από 650.000 κατοίκους πριν τους βομβαρδισμούς.
Οι επιθέσεις είχαν αρχικά προγραμματιστεί να ξεκινήσουν με μια επιδρομή απ’ την αμερικανική 8η αεροπορική δύναμη, αλλά ο καιρός απέτρεψε την απογείωση βομβαρδιστικών. Τη νύχτα της 13ης προς 14η Φεβρουαρίου, 796 βρετανικά Lancaster και 9 Mosquitoes έριξαν 1478 τόνους εκρηκτικών και 1182 τόνους εμπρηστικών βομβών κατά το πρώτο κύμα και 800 τόνους στο δεύτερο. Οι εμπρηστικές βόμβες περιείχαν εύφλεκτες χημικές ουσίες, όπως μαγνήσιο, φώσφορο και πετρέλαιο. 3 ώρες αργότερα, 529 Lancasters έριξαν στην πόλη 1800 τόνους βομβών. Την επόμενη μέρα, 311 αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-17 έριξαν 770 τόνους ενώ μαχητικά Mustang σφυροκοπούσαν αδιακρίτως τους δρόμους, για να προκαλέσουν μεγαλύτερες καταστροφές.
Πριν από εκείνη την ημέρα, συμμαχικά βομβαρδιστικά είχαν χτυπήσει τις σιδηροδρομικές γραμμές της πόλης δύο φορές (7 Οκτωβρίου 1944 και 16 Ιανουαρίου 1945). Μετά τις μαζικές επιθέσεις του Φεβρουαρίου, αμερικανικά βομβαρδιστικά έπληξαν ξανά την πόλη στις 2 Μαρτίου.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους Συμμάχους οδήγησαν σε πλήρη καταστροφή των κτιρίων: τα ισχυρά εκρηκτικά πρώτα κατέστρεφαν τα ξύλινα κουφώματα, οι εμπρηστικές βόμβες έκαιγαν το ξύλο και τέλος τα υπόλοιπα εκρηκτικά εμπόδιζαν τις προσπάθειες πυρόσβεσης. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. 24,866 απ’ τα 28,410 σπίτια στο κέντρο της πόλης κατεδαφίστηκαν, ανάμεσα τους σχολεία, νοσοκομεία και εκκλησίες. Οι εκτιμήσεις για τους θανάτους κυμαίνονται από 25,000 μέχρι 60,000 άτομα, (σαφώς πολύ μικρότερος αριθμός από την εκδοχή των Ναζί). Η επίσημη γερμανική εκδοχή, η οποία δημοσιεύτηκε το 2010, μετά από 5 χρόνια ερευνών, από την Επιτροπή Ιστορικών Δρέσδης κάνει λόγο για 25,000 νεκρούς.
Οι θάνατοι των αμάχων χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο προπαγάνδας τόσο από τους Ναζί, για να αυξηθεί η απέχθεια της κοινής γνώμης κατά των Συμμάχων και να δυναμώσει η αντίσταση του γερμανικού λαού, όσο και από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, κατέκριναν τους βομβαρδισμούς ως ένδειξη της αγριότητας των Δυτικών, σε μια προσπάθεια να απομονώσουν τους Ανατολικογερμανούς από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Ακόμα και ο Τσόρτσιλ, ο οποίος αρχικά ήταν υποστηρικτής των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατέκρινε την τακτική του Χάρις στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Παρ’ όλο που η Δρέσδη δεν γνώρισε περισσότερες επιθέσεις από άλλες γερμανικές πόλεις, οι ιδανικές καιρικές συνθήκες και η διαδεδομένη χρήση του ξύλου στα οικοδομήματα της πόλης έκαναν την καταστροφή ολοκληρωτική. Η έλλειψη αντιαεροπορικής κάλυψης συνέβαλλε εξίσου στην ισοπέδωση της πόλης.
Eξαιρετικό! Kάποια στιγμή, λέει ένα ιστορικό ανέκδοτο, τον καιρό των εντατικών βομβαρδισμών, ένας τροχονόμος σταμάτησε τον "Bombing" Harris για υπερβολική ταχύτητα. "Μα πως τρέχετε έτσι?" του είπε. "Θα σκοτώσετε κανέναν άνθρωπο". "My dear fellow," απάντησε ο Harris με κλασσικό βρετανικό φλέγμα "I kill 2000 people every night..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΚυνικότατο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπ'τα μεγαλύτερα εγκλήματα των Συμμάχων στον πόλεμο.