Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Σαν σήμερα, 13 Φεβρουαρίου 1945


Βομβαρδισμός της Δρέσδης

Ύστερα από την κατάληψη της ηπειρωτικής Ευρώπης από τους Ναζί και μέχρι τις αποβάσεις στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) και τη Νορμανδία (Ιούνιος 1944), ο μόνος τρόπος να πληγεί η κυριαρχία της Γερμανίας στην κατεχόμενη ήπειρο ήταν από αέρος.


Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον πόλεων δεν ήταν καινούργιο φαινόμενο. Ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βρετανία είχε βομβαρδιστεί από γερμανικά Ζέπελιν. Η εξέλιξη όμως της τεχνολογίας των αεροσκαφών αναβάθμισε τον ρόλο των βομβαρδισμών. Ακόμα και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δήλωσε: « Η υπέρτατη προσπάθεια μας πρέπει να είναι να πετύχουμε συντριπτική κυριαρχία στον αέρα. Τα μαχητικά είναι οι σωτηρία μας, αλλά τα βομβαρδιστικά μπορούν να μας παρέχουν τα μέσα για τη νίκη». Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν, βομβαρδιστικά όπως το βρετανικό Lancaster μπήκαν στον πόλεμο αδειάζοντας τα τεράστια φορτία τους κατά κύματα σε ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές. Παρόλο που η έλλειψη ακρίβειας αυτών των αποστολών προκάλεσαν καταστροφές σε μη στρατιωτικούς στόχους, οι Σύμμαχοι πίστευαν ότι ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Κάποιοι χρησιμοποίησαν σκόπιμα αυτή την τακτική, όπως ο Διοικητής Βομβαρδιστικών της RAF, Άρθουρ Χάρις. Σκόπευε μέσω των βομβαρδισμών να κλονίσει το ηθικό των Γερμανών πολιτών, αν και οι ενέργειες του έγιναν αντικείμενο διαμάχης μεταπολεμικά, καθώς κατηγορήθηκε για τρομοκρατία μέσω αυτών των επιχειρήσεων.


Στις αρχές του 1945, οι αξιωματούχοι των Συμμάχων συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν το σχέδιο “Thunderclap”, το οποίο προέβλεπε τον στρατηγικό βομβαρδισμό της Γερμανίας, με σκοπό να βοηθηθεί η προώθηση των Σοβιετικών δυνάμεων στα ανατολικά. Τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού θα επωφελούνταν από τη σύγχυση που θα ακολουθούσε τον βομβαρδισμό των μεγάλων πόλεων της ανατολικής Γερμανίας καθώς θα δυσχεραινόταν η μετακίνηση γερμανικών ενισχύσεων από τη δύση προς το Ανατολικό Μέτωπο. Στις 27 Ιανουαρίου του 1945, καθώς η συμμαχική αντικατασκοπεία είχε πληροφορίες για την μετακίνηση περίπου 500,000 ανδρών, η διοίκηση της RAF έστειλε στον Τσόρτσιλ την πρόταση για τον βομβαρδισμό μεγάλων πόλεων όπως το Βερολίνο, η Δρέσδη και η Λειψία. Οι αποκρυπτογραφήσεις μηνυμάτων του κωδικού Enigma επιβεβαίωσαν τις κινήσεις των γερμανικών ενισχύσεων προς ανατολάς.

Οι προτεραιότητες της RAF ήταν οι εξής:
1)      Πόλεις με παραγωγή καυσίμων.
2)      Πόλεις που θεωρούνταν συγκοινωνιακοί κόμβοι και βιομηχανικά κέντρα.
3)      Πόλεις με εργοστάσια που παρήγαγαν άρματα μάχης, αυτόματα όπλα και κινητήρες αεροπλάνων.

Εν ολίγοις, τα επίσημα έγγραφα αλλά και οι συζητήσεις στη Συνδιάσκεψη της Γιάλτας κατέδειξαν ότι σκοπός των βομβαρδισμών ήταν να πληγούν οι γραμμές επικοινωνίας και στρατιωτικοί στόχοι, όχι να σκοτωθούν εκτοπισμένοι πολίτες.

Η Δρέσδη, πρωτεύουσα του κρατιδίου της Σαξονίας, πολιτιστικό κέντρο με διάσημα αξιοθέατα, όπως η Frauenkirche, ήταν γνωστή ως η Φλωρεντία του Έλβα. Ο πληθυσμός της πόλης είχε αυξηθεί εκείνη την περίοδο, λόγω των προσφύγων που κατέκλυσαν την πόλη καθώς οι Σοβιετικοί πλησίαζαν απ’ τα ανατολικά. Οι περισσότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για πάνω από 650.000 κατοίκους πριν τους βομβαρδισμούς.


Οι επιθέσεις είχαν αρχικά προγραμματιστεί  να ξεκινήσουν με μια επιδρομή απ’ την αμερικανική 8η αεροπορική δύναμη, αλλά ο καιρός απέτρεψε την απογείωση βομβαρδιστικών. Τη νύχτα της 13ης προς 14η Φεβρουαρίου, 796 βρετανικά Lancaster και 9 Mosquitoes έριξαν 1478 τόνους εκρηκτικών και 1182 τόνους εμπρηστικών βομβών κατά το πρώτο κύμα και 800 τόνους στο δεύτερο. Οι εμπρηστικές βόμβες περιείχαν εύφλεκτες χημικές ουσίες, όπως μαγνήσιο, φώσφορο και πετρέλαιο. 3 ώρες αργότερα, 529 Lancasters έριξαν στην πόλη 1800 τόνους βομβών. Την επόμενη μέρα, 311 αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-17 έριξαν 770 τόνους ενώ μαχητικά Mustang σφυροκοπούσαν αδιακρίτως τους δρόμους, για να προκαλέσουν μεγαλύτερες καταστροφές.


Πριν από εκείνη την ημέρα, συμμαχικά βομβαρδιστικά είχαν χτυπήσει τις σιδηροδρομικές γραμμές της πόλης δύο φορές (7 Οκτωβρίου 1944 και 16 Ιανουαρίου 1945). Μετά τις μαζικές επιθέσεις του Φεβρουαρίου, αμερικανικά βομβαρδιστικά έπληξαν ξανά την πόλη στις 2 Μαρτίου.


Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους Συμμάχους οδήγησαν σε πλήρη καταστροφή των κτιρίων: τα ισχυρά εκρηκτικά πρώτα κατέστρεφαν τα ξύλινα κουφώματα, οι εμπρηστικές βόμβες έκαιγαν το ξύλο και τέλος τα υπόλοιπα εκρηκτικά εμπόδιζαν τις προσπάθειες πυρόσβεσης.  Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. 24,866 απ’ τα 28,410 σπίτια στο κέντρο της πόλης κατεδαφίστηκαν, ανάμεσα τους σχολεία, νοσοκομεία και εκκλησίες. Οι εκτιμήσεις για τους θανάτους κυμαίνονται από 25,000 μέχρι 60,000 άτομα, (σαφώς πολύ μικρότερος αριθμός από την εκδοχή των Ναζί). Η επίσημη γερμανική εκδοχή, η οποία δημοσιεύτηκε το 2010, μετά από 5 χρόνια ερευνών, από την Επιτροπή Ιστορικών Δρέσδης κάνει λόγο για 25,000 νεκρούς.


Οι θάνατοι των αμάχων χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο προπαγάνδας τόσο από τους Ναζί, για να αυξηθεί η απέχθεια της κοινής γνώμης κατά των Συμμάχων και να δυναμώσει η αντίσταση του γερμανικού λαού, όσο και από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, κατέκριναν τους βομβαρδισμούς ως ένδειξη της αγριότητας των Δυτικών, σε μια προσπάθεια να απομονώσουν τους Ανατολικογερμανούς από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Ακόμα και ο Τσόρτσιλ, ο οποίος αρχικά ήταν υποστηρικτής των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατέκρινε την τακτική του Χάρις στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Παρ’ όλο που η Δρέσδη δεν γνώρισε περισσότερες επιθέσεις από άλλες γερμανικές πόλεις, οι ιδανικές καιρικές συνθήκες και η διαδεδομένη χρήση του ξύλου στα οικοδομήματα της πόλης έκαναν την καταστροφή ολοκληρωτική. Η έλλειψη αντιαεροπορικής κάλυψης συνέβαλλε εξίσου στην ισοπέδωση της πόλης.


Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Σαν σήμερα, 2 Φεβρουαρίου 1943

Οι Γερμανοί παραδίδονται στο Στάλινγκραντ
Μια μέρα σαν σήμερα πριν από 68 χρόνια θα πέσει η αυλαία σε μια από τις καθοριστικότερες συγκρούσεις (αν όχι η καθοριστικότερη) του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Η μάχη θα ξεκινήσει επίσημα στις 21 Αυγούστου του 1942 και θα λήξει στις 2 Φεβρουαρίου του 1943.Αντιμέτωποι θα βρεθούν ο Κόκκινος Στρατός με την Wermacht ενώ στη μάχη θα συμμετάσχουν και σύμμαχα των Γερμανών στρατεύματα, αυτά της Ιταλίας,της Ρουμανίας,της Ουγγαρίας καθώς και μια μικρή συμμετοχή των Κροατών με ένα τάγμα.
Οι Γερμανοί που τον χειμώνα του 1941-1942 είχαν για πρώτη φόρα γευτεί την ήττα από τον Κόκκινο Στράτο μερικά χιλιόμετρα έξω από την Μόσχα ήταν αποφασισμένοι να καταλάβουν το Στάλινγκραντ προκειμένου να ανοίξουν τον δρόμο για τα πετρέλαια του Καυκάσου και της Κασπίας θάλασσας που θα τους έλυνε ένα από τα πιο πάγια προβλήματα, αυτό της έλλειψης καύσιμων, ενώ την ίδια στιγμή θα τα στερούσε από τους αντιπάλους τους. Με την κατάληψη του Στάλινγκραντ οι Γερμανοί θα χώριζαν ότι είχε απομείνει από την ευρωπαϊκή Ε.Σ.Σ.Δ σε δύο τμήματα, θα ήταν σε θέση να υπερκεράσουν ανά πάσα στιγμή την Μόσχα, ενώ θα είχαν πετύχει μια σπουδαία ψυχολογική νίκη καταλαμβάνοντας την πόλη που έφερε το όνομα του ηγέτη της Ε.Σ.Σ.Δ, του Ιωσήφ Στάλιν που την ίδια στιγμή αποτελούσε τον άνθρωπο-σύμβολο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Έχοντας καταλάβει το Στάλινγκραντ και την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, ο Άξονας θα μπορούσε να υπερκεράσει και στη συνέχεια να καταλάβει την Μέση Ανατολή με τεράστια πετρελαϊκά αποθέματα, κατέχοντας τα μεγαλύτερα αποθέματα μαύρου χρυσού παγκοσμίως, στρατηγικό πλεονέκτημα που θα έφερνε τους Ναζί μια ανάσα πριν την οριστική επικράτηση στον πόλεμο.
Οι Σοβιετικοί στρατιώτες και η ηγεσία τους είχαν διαφορετική άποψη από τους Γερμανούς και μάχονταν με απίστευτο πείσμα και ηρωισμό προκειμένου να καθυστερήσουν την γερμανική προέλαση προς το Στάλινγκραντ. Γνώριζαν πολύ καλά πως μετά από μια περίοδο καταστρεπτικών ηττών δεν υπήρχε πολυτέλεια για άλλες συμφορές και χαμένα εδάφη πόσο μάλλον με τίμημα την «Πόλη του αρχηγού» και την πλούσια σε πετρέλαια Κασπία.
Στις 21 Αυγούστου τα πρώτα τμήματα των Γερμανών φτάνουν έξω απο τις πύλες του Στάλινγκραντ. Όλα δείχνουν έναν ακόμη θρίαμβο για την Wermacht, ικανό να ξεκαθαρίσει οριστικά τις τύχες του πολέμου. Στην πόλη του Στάλινγκραντ που το μεγαλύτερο τμήμα της βομβαρδίστηκε και ισοπεδώθηκε από την Luftwaffe αμύνονταν η 62η Στρατιά υπό την διοίκηση του αντιστράτηγου Τσουίκωφ που χάρη στη σθεναρή αντίσταση της εξασφάλισε την παραμονή μέρους της πόλης στα σοβιετικά χέρια την στιγμή που στα τέλη Σεπτεμβρίου οι άντρες της 6ης Γερμανικής Στρατιάς κατείχαν το 90% της πόλης..Ο διοικητής της 6ης Στρατιάς στρατηγός Πάουλους πίστευε πως η πόλη είχε πλέον καταληφθεί και απέμενε μόνο η εκκαθάριση των τελευταίων εστιών αντίστασης μέσα στην πόλη.
Ο Στάλιν και η σοβιετική στρατιωτική ηγεσία (STAVKA) δεν θα επέτρεπαν για κανένα λόγο την πτώση του Στάλινγκραντ για αυτό και εξέδωσαν την οδηγία Νο 227 («Ούτε ένα βήμα πίσω. Ο Βόλγας έχει μόνο μια όχθη»). Επί δύο μήνες ο Τσουίκωφ και οι άντρες της 62ης στρατιάς θα δοκιμαστούν μαχόμενοι στα ερείπια της πόλης κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Οι Γερμανοί στρατιώτες αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι η κατάληψη του Στάλινγκραντ κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση επρόκειτο να είναι, ενώ οι απώλειες τους ολοένα και μεγαλώνουν. Η STAVKA θέτει σε εφαρμογή σχέδιο για αντεπίθεση από δύο κατευθύνσεις προκειμένου να σπάσουν τον κλοιό από τα δυτικά της πόλης και να παγιδεύσουν τα γερμανικά τμήματα που μάχονταν μέσα σε αυτή. Την επίθεση αναλαμβάνουν οι στρατηγοί Γκεόρκυ Ζούκωφ και Αλεξάντρ Βασιλιέφσκυ.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1942 ο Κόκκινος Στρατός εξαπολύει την επίθεση του. Μέσα σε πέντε μέρες θα εξοντώσει 95.000 άντρες του εχθρού, θα αιχμαλωτίσει 72.000 και είχε απελευθερώσει 213 πόλεις και χωριά. Το κυριότερο που είχε πετυχει ήταν ο εγκλωβισμός 330.000 στρατιωτών του Άξονα μέσα στην πόλη του Στάλινγκραντ, μαζί και τον διοικητή της 6ης Στρατιάς στρατηγός Φον Πάουλους. Τους επόμενους τρείς μήνες οι στρατιώτες της 6ης στρατιάς θα πολεμάνε κάτω από άθλιες συνθήκες μέσα στην πόλη που οι ίδιοι κατέστρεψαν περιμένοντας τον απεγκλωβισμό τους από τις υπόλοιπες δυνάμεις της Wermacht. H αερογέφυρα που η Luftwaffe είχε στήσει στους αιθέρες της πόλης απέτυχε να αποδώσει στους εγκλωβισμένους τους 750 τόνους εφοδίων που χρειάζονταν καθημερινά προκειμένου να αποτελούν αξιόμαχη δύναμη. Την μοίρα της 6ης στρατιάς σφράγισε η αποτυχία της επίθεσης που
είχε εκδηλώσει ο στρατηγός Έριχ φον Μανστάιν προκειμένου να απεγκλωβίσει τους παγιδευμένους άντρες της Στρατιάς, καθώς και η καταστρεπτική εμμονή του Χίτλερ να μην εγκαταλείψει την πόλη.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την παράδοση του Πάουλους στους Σοβιετικούς στις 31 Ιανουαρίου του 1943.Παρόλα αυτά η 6η στρατιά θα παραδοθεί επίσημα στις 2 Φεβρουαρίου. Οι Σοβιετικοί συνέλαβαν 91.000 στρατιώτες του Άξονα. Μεταξύ αυτών αρκετοί Ιταλοί, Ρουμάνοι, Ούγγροι και Κροάτες. Άξιο να αναφερθεί είναι το γεγονός ότι οι Ιταλοί βρέθηκαν στο Στάλινγκραντ όχι με σκοπό να καταλάβουν την πόλη αλλά να εξασφαλίσουν...ξυλεία!
Η νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ σήμανε την αρχή του τέλους για το Γ’ Ράιχ που δέχτηκε το μεγαλύτερο ως τότε πλήγμα χάνοντας 850.000 άντρες. Απο την στιγμή εκείνη και μετά η Wermacht θα βρίσκεται σε άμυνα με εξαίρεση την μάχη στο Κουρσκ όπου θα δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα. Από την στιγμή εκείνη και μετά ο σοβιετικός στρατός θα σταματούσε την προέλαση του μόνο όταν δύο χρόνια αργότερα θα κυμάτιζε την σημαία του πάνω από την Γερμανική Καγκελαρία.